3 Μαΐ 2016

Μικρές Ιστορίες V

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Μάιος 2016

Part I

Άνοιξη

Σε έβλεπα που απομακρυνόσουν σαν την τελευταία μέρα της άνοιξης
Περίλυπος και στοχαστικός, με λίγα πρελούδια στους ώμους
Μα που πήγαινες τόσο βιαστικά;
Από εμένα δεν ξεμάκραινες ποτέ έτσι.

Έχω ξεχάσει πως είναι τα κυριακάτικα πρωινά. Απ’ αυτά που κουλουριάζεσαι ανάμεσα σε λεπτά σεντόνια και δυνατά χέρια. Όλα τα ‘χω αφιερώσει σε αγγαρείες με ποτήρια ντεπόν από δίπλα.  Redbull, καφέδες και σωροί από χαρτιά ανεπιθύμητης εργασίας. Θυμάμαι εκείνες τις χαλαρές Κυριακές σχεδόν  νοσταλγικά, που ήταν μετρημένες στα δάκτυλα ενός χεριού, μα ήταν πάντα αρκετές για να ‘ναι όλες οι μέρες Κυριακή. Δεν υπάρχει χρόνος πια. Ποιος μένει μέσα Σάββατο άνοιξης; Μόνο όσοι τραγουδάνε για την Άνοιξη, εκείνη που αφήνεις πίσω τον άνθρωπο σου, σε ένα φως κάποιου δειλινού. Δεν ξέρω πως είναι πια οι Κυριακές, με έχουν ξεχάσει.

Χυνόμουν μέσα σε ένα μαύρο πουκάμισο στις ψύχρες
Και κουμπωνόμουν μέχρι το λαιμό στα φώτα
Λαθραία αιθεροβατούσα μεταξύ Γης και Παραδείσου
Κι όλα μου τα χρόνια πήγαν στράφι.

Τα βράδια τυλίγομαι με πολλά σκεπάσματα, κι ας είναι καλοκαίρι. Δεν υπάρχει τίποτα να με ζεστάνει. Κι όλο το φως που έφτιαχνα με τα χέρια μου, το σκόρπισα σε ένα μπαλκόνι με θέα ένα πάρκο, σε ζευγαράκια παράνομα ή φρέσκα, που δεν φοβούνται τις σκιές τους που γίνονται ένα. Όλα είναι αφιλόξενα όταν είσαι μόνος, ακόμα και τα δέντρα γέρνουν αντίθετα στο πλάι. Και το τσιγάρο σβήνει γρηγορότερα, και ανάβεις κι άλλο-κι άλλο, ώσπου ζεσταίνεσαι απ’ τον άνθρακα, και εκρήγνυσαι σε πατώματα και πλακάκια, κάτω από κόκκινα φώτα και σκιερές γωνίες, σαν άλλο άψυχο κουφάρι.

Δεν υπάρχει τίποτα πια εδώ για εσάς
Αυτός ο τόπος, αυτό το σώμα έχει πια στεγνώσει.





Part II




Θέλω να με διαλύσεις σήμερα
Όταν φύγω τα χαράματα να μην έχω σώμα
Να έχω αφήσει τα κομμάτια μου στα ρούχα σου
Και τα κύτταρα μου στο χαλί σου


Με κυνηγάει ο χρόνος  -μου τελειώνει-.
Aδειάζω και δεν θες να με γεμίσεις

Έχω ήδη φύγει.
Δεν μένω πια εδώ, σ’ αυτούς τους τοίχους
Κι ό,τι έγραψα πάνω απ’ το κρεβάτι ξεθωριάζει
Δεν υπάρχω πια εδώ, δεν είμαστε πουθενά
Κι ότι αναμνήσεις έχω θα σβηστούν με χλωρίνη
Κάποιας Μαρίας-Ελένης; που θα νοικιάσει μετά

Φεύγω γενικά. Και δεν σε παίρνω μαζί
Δεν σε κουβαλάω πια στα σεντόνια μου
Κι ούτε θα σε βλέπω στις έναστρες νύχτες
Μετρώ αντίστροφα, και φυραίνω

Μόνο μαζί σου έχω μάθει να μεγαλώνω
Δεν θα με ψάξεις ποτέ σε αυτά που γράφω –το ξέρω-
Δεν θα ξέρεις αν έγινα  η μεγάλη και τρανή που ήλπιζες
Κι ούτε θα μάθεις πως έφυγα με το πιο επώδυνο τραίνο για το μέλλον

Θέλω σήμερα –που μπορώ- να σε διαλύσω
Οι άκρες των δακτύλων μου να σε πιέσουν δυνατά
Να ραγίσει κάθε σκουριασμένο σίδερο
Να σταθείς γυμνός μπροστά μου
Να μη φοράς την ιπποτική σου πανοπλία

Να λάμψεις σήμερα –που μπορείς-
Απ’ τα διαμάντια και το ελεφαντόδοντο που φτιάχτηκες
Και να σε κλειδώσω στο συρτάρι των παραδείσιων εραστών
Που ‘χει χώρο για έναν

Και να μην σε ξεκλειδώσω ποτέ




Part III

Γυρίζω σπίτι


Γυρνούσα στο σπίτι
Τρία τσιγάρα στα 120 km
Και με περίμενε η μαμά με τσάι περγαμόντο
Και λίγο γλυκό βύσσινο στο βάζο

Ήδη στο μυαλό μου έχω κούτες. Μεγάλα, μικρά, μεσαία  άχαρα, πεθαμενατζίδικα κουτιά από σούπερμαρκετ. Μέσα μπορεί να ‘χαν γάλατα, εβαπορέ, πατατάκια, μπύρες. Τίποτα σε σχέση με αυτά που θα βάλω μέσα. Γράμματα, σημειωματάρια, βιβλία μικρά σαρκοβόρα αναμνηστικά κάτι κεράκια γενεθλίων όχι με τη δική μου ημερομηνία πάνω. Ένας νταβάς για όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα.  Και όλα τα όνειρα που εδέησα να ζήσω σε 45τμ

Είμαι ήδη σπίτι μαμά,
Δεν έχω κάτι άλλο για αυτούς τους τοίχους
Κι οι φιγούρες που σκιαγράφησα πρέπει πια να σβήσουν
Και οι νύχτες που πέρασα πρέπει πια να χαθούν

Και τώρα που δεν θα ‘χω πια τίποτα να με δένει με δαύτα τα παράγωγα της πρώτης ενηλικίωσης, θα  σβήσω και τα μικρά αποφθέγματα στο προσκέφαλο του κρεβατιού μου, που τυχαία μια μέρα πρόσεξε κάποιος αγαπημένος .  Τι να σου κάνει ο Bukowski  και ο Zola, με τις σκιές τους  και τους λόγους για να ζει κανείς. Εύχομαι να μην μείνει καμία σκιά πια σ’ αυτούς τους τοίχους, να μην βαρύνουν κανέναν νέο κάτοικο, καμία νέα κορασίδα έτοιμη να παραδοθεί στις μεγάλες βραδιές του χειμώνα, και στην πρώτη πρωινή λιακάδα του καλοκαιριού.

Κι εμείς, που δεν αγγίξαμε την αιώνια λιακάδα
Και δεν είχαμε ηλιαχτίδες να μας ξυπνάν
Δεν είμαστε άξιοι να ξαναβρεθούμε
Στους ιερούς τόπους των μεγάλων ερώτων

Άστεγη πλέον, καρτερώ ένα εισιτήριο μονής διαδρομής.





Part IV


-Τι γράφεις;
-Δεν γράφω. Παίζω με τις λέξεις.
-Ποιες λέξεις;
-Ελεφαντόδοντο, διαμάντια, ηλιόφως, σίδερο άνθρακας και οξυγόνο.
-Τι είναι όλα αυτά;
-Υλικά κατασκευής.
-Για τι;
-Για ποιον, να ρωτάς.


Είχα γνωρίσει κάποτε έναν άνθρωπο που ήταν φτιαγμένος από δαύτα τα στοιχεία της φύσης.
Έβλεπα να αστράφτει η θωριά του απ’ το ελεφαντόδοντο και τα διαμάντια, που αντανακλούσαν τις αχτίδες του ηλίου, και τον έκαναν να φωταγωγεί. Ήταν μαγευτικός, το πώς έλαμπε στα μάτια μου. Και ξέρω εγώ, που έχω βλέμμα καθαρό και ατόφιο, ότι αυτό ήταν όλο το μέσα του, ένας αυθεντικός πλούτος, χωρίς ίχνος φθήνιας πάνω του.
Δεν τον γνώρισα πολύ, δεν μπόρεσα να μάθω τους θησαυρούς του, τα ‘χε όλα κρυμμένα κάτω από βαριές στρώσεις σιδήρου. Σαν μια πανοπλία που ‘χε γίνει ένα με το δέρμα του, τόσο βαριά που τον έκανε ολότελα δυστυχισμένο. Δεν ξέρω αν θυμάται πια τον εαυτό του χωρίς αυτή, κι αν μπορεί να αντέξει μια μέρα χωρίς να αγγίζει το πετσί του. Και νομίζω είχα δει κάτι ρωγμές σε μερικά σημεία, απ’ τα δικά μου λαδωμένα χέρια ίσως, μα ήταν τόσο μικρές που δεν κατάφερνα να τον ελευθερώσουν.
Τώρα που τον βλέπω, ίσως πάλι να ‘ναι ένας Λευκός Νάνος, ένα ουράνιο σώμα που κατασπατάλησε όλες τις ζωοφόρους πηγές ενέργειας του, και έχει πια ένα μικρό ποσοστό ατομικής ενέργειας που συντηρεί το φως του. Ίσως είναι έτσι, να ‘ναι ένας μεγάλος απλανής, νεκρός αστέρας, ό,τι έχει απομείνει από ένα αυτόφωτο επουράνιο κορμί, που μεσουρανούσε στο γαλαξία μας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα, παραμένει έτη φωτός μακριά από τον πιο κοντινό μου άνθρωπο κι όση δύναμη κι αν έχασε τον κοιτάω με δέος.
Δεν ξέρω τι είναι απ’ όλα αυτά, ίσως είναι όλα αυτά μαζί. Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ.