29 Ιαν 2015

Μετεφηβεία

 Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2015
Μετεφηβεία

Οι  χαραμάδες έκλεισαν
Έχτισα τις πόρτες
Πήρα παράθυρα ασφαλείας
Όλα τα πλήρωσα αδρά

Απολυμάνθηκα κιόλας
Με καθάρισε το οξύ
Ξέβαψε κάθε υπογραφή σου
Γυμνή και άχρωμη, τώρα

Ύστερα, αφαιρούσα εκδορές
Χρόνια ολόκληρα με άλειφα
Χάραζα καμπύλες
Ομόρφαινα γραμμές

Στ’ αλήθεια, έχω μεγαλώσει
Απέκτησα όπλα ισχυρά
Ακόνισα τις άκρες των νυχιών μου
Δάμασα τη ψυχή με αλυσίδες

Ξέρω πως δεν έφταιγες εσύ
Μα αν δεν μου γύριζες την πλάτη
Εγώ δεν θα σε έγδερνα


23 Ιαν 2015

Το τυχερό χτύπημα


 -Στέλλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2015

Το τυχερό χτύπημα


  Ένα πακέτο Lucky Strike βρίσκονταν παρατημένο στο ξύλινο βέγκε τραπέζι της. Ζαλισμένη απ‘ το ποτό, κείτονταν στο χαλί της, βυθισμένη στα χρώματα του ταβανιού και στους ήχους του pick up. To κόκκινο φως που ξεπρόβαλε από το λαμπατέρ της έπαιζε με τις σκιές των δέντρων, που φυσούσε ο αέρας.  Η Νina Simone τραγουδούσε για τον αμαρτωλό φίλο της κι εκείνη συνέπασχε. Πολλές οι αμαρτίες αλλά ούτε που την ένοιαζε. Δεν τα ‘χε καλά με τους ανθρώπους, πώς να αντέξει τον Θεό;!
  Δεν βγήκε για δουλειά εκείνο το βράδυ. Οι συνοδοί κυρίων δεν έχουν πιάτσες, μήτε νταβατζήδες. Είναι οι ίδιες σωματέμπορες του εαυτού τους. Το τηλέφωνο της δεν σταματούσε να χτυπάει όταν το είχε ανοιχτό, της ομορφιάς και των ερωτικών ικανοτήτων της ένεκα. Δεν γούσταρε τους φετιχιστές κοιλαράδες, τους βίαιους λεφτάδες, τους γέρους κροίσους, μα λάτρευε την εξουσία που της έδινε η δουλειά της. Ανά πάσα στιγμή, σε μια δεξίωση, εκδήλωση, σουαρέ μπορούσε να ντροπιάσει τον συνοδευόμενο της, με ένα νεύμα ή με μια λέξη, που δεν θα ταίριαζε στην περίσταση. Είχε την δύναμη, και το ήξεραν όσοι την προσλάμβαναν για τον επαγγελματισμό της. Όταν πουλούσε έρωτες είχε πάντα τον έλεγχο, να μην πάει τίποτα στραβά. Στους υψηλούς κύκλους αποκαλούνταν η «Εταίρα (ή ετέρα) Μάγισσα», γιατί δεν ήταν όπως οι άλλες πόρνες πολυτελείας. Οξυδερκής, κομψή, κυριαρχική, ετοιμόλογη κι άκρως συναισθηματική όταν της το ζητούσαν. Γυναίκα χαμαιλέοντας, άλλαζε προσωπεία για την ικανοποίηση του κάθε απελπισμένου.
  Ανασηκώθηκε και άναψε το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου. Πέρασε καιρός από τότε που το μοιράστηκε με άνθρωπο. Δεν είχε φίλους, δεν είχε σχέσεις μήτε συγγενείς. Οι μόνες παρέες της καλύπτονταν στην μοναξιά της νύχτας, που την οδηγούσε σε φοιτητικά μπαρ, να βρει κανένα τεκνό. Μέχρι εκεί έφτανε η ανάγκη της, να γεμίζει αδιάφορα τις βραδιές της με ευκαιριακές επαφές και να τονώνει την αυτοπεποίθηση των εικοσάρηδων που κατάφεραν να ρίξουν μια τριαντάρα.
 Προχώρησε με δυσκολία μέχρι τον καθρέφτη. Δώρο της μάνας της. Οβάλ σε σχήμα με μπρούτζινες διακλαδώσεις που θύμιζαν φωλιές πουλιών και κλαδιά δέντρων. Μοναδικό ενθύμιο του μόνου ανθρώπου που αγάπησε ποτέ. «Α ρε Μάνα, μάγισσα, δεν ζεις να με δεις στα τριάντα μου. Θυμάμαι που μου ‘λεγες: « Ό,τι κι αν κάνεις στην ζωή σου, κοίτα να το κάνεις καλά. Έτσι, θα χτίσεις τον μύθο σου και θα ευτυχήσεις». «Τώρα αρχίζω και γερνάω, το σώμα μου πέφτει, χάνω την ομορφιά που απλόχερα μου έδωσες. Μια σταφιδωμένη τεκνατζού θα καταντήσω» μονολόγησε, παρατηρώντας τις μουτζούρες που διέγραφε το πεσμένο μακιγιάζ της.
Ζαλίστηκε, και πιάστηκε από τον καθρέφτη, ρίχνοντας τον κάτω. Ο καθρέφτης διαχωρίστηκε σε δύο μεγάλα κομμάτια. Καθώς τον έπιασε μάτωσε. Οι κηλίδες του αίματος της σύρθηκαν αργά προς το μεγαλύτερο κομμάτι. Το ανασήκωσε και δεν έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν, το γυαλί θάμπωσε ή ήταν η ίδια ένα τίποτα πια. Σιγά-σιγά άρχισε να ξεθωριάζει, μα πλέον έμοιαζε πιο πολύ στη μάνα της.
-" Περίμενες ότι θα έσπαγες το μόνο κειμήλιο που σου άφησα και δεν θα ερχόμουν;" λέει επιτακτικά το είδωλο.
-«Νωρίς το θυμήθηκες, όταν σε είχα ανάγκη πριν 10 χρόνια, βρήκες να πεθάνεις", απάντησε δακρύζοντας από τον φόβο.
-«Πάντα σου έλεγα ότι είμαι μάγισσα, δεν θυμάσαι; Νόμιζες ότι επειδή μου κάπνισε τίναξα τα μυαλά μου στον αέρα;»
-«Πολλοί σχιζοφρενείς παίρνουν φάρμακα και ελέγχεται η ασθένεια. Μην δικαιολογείσαι.»
-«Άκουσε κορίτσι μου, αν δεν το έκανα τότε, τώρα στα τριάντα σου θα είχες ένα φυτό να συμμαζεύεις, δεν θα είχες ζωή, μήτε δουλειά. Σ’ απάλλαξα από το βάρος και το ξέρεις. Άντε τώρα, γίνε αυτό που χρόνια σου έλεγα: ευτυχισμένη. Έχεις τον μύθο σου ήδη κι οι δαίμονές  σου έχουν φύγει μακριά. Ήρθε η ώρα».
Το είδωλο της μάνας εξαφανίστηκε. Ημι-λιπόθυμη σχεδόν έκλαιγε γοερά. Δεν μπορούσε να διαχωρίσει την αλήθεια από την πραγματικότητα. Δεν πίστευε σε πνεύματα και δεν την ένοιαζε η μετα-θάνατον ζωή. Γνώριζε πως οι αυτόχειρες πηγαίνουν στην κόλαση. Αλλά χειρότερη κόλαση από την δυστυχισμένη ζωή δεν υπάρχει. Κι αυτό τη βοήθησε με το καιρό να καταλάβει την ενέργεια της μητέρας της, κι ας μην την συγχώρεσαι ποτέ. Αφού βομβαρδίστηκε από σκέψεις, εν τέλει έπεσε στο πάτωμα αναίσθητη.
Ξύπνησε την άλλη μέρα. Είχε αποκοιμηθεί δίπλα στον καναπέ με μία φλις κουβέρτα να την σκεπάζει. Στο δωμάτιο κοιμόταν το αγόρι της. Είχε πάει στο σαλόνι το βράδυ να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο πριν κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν πήγε μέσα να ξαπλώσει. Μουδιασμένη άρχισε να θυμάται τι συνέβη την προηγούμενη νύχτα. Κοίταξε το άδειο πακέτο και μνημόνευσε έναν διάλογο με τον πατέρα της:
-"Μπαμπά, γιατί καπνίζεις Lucky Strike";
-"Όταν ήμουν μικρός, λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αυτά τα τσιγάρα ήταν ανάρπαστα. Ονομάστηκαν έτσι, γιατί στα πολλά πακέτα, υπήρχε ένα πακέτο με ένα τσιγάρο χασίσι μέσα. Και όλη η παρέα καπνίζαμε, να δούμε αν όντως ίσχυε και αν θα ήταν κανείς από μας «ο τυχερός». Εγώ, δυστυχώς, δεν βρήκα ποτέ μου τέτοιο πράγμα». είπε γελώντας.
Δυσκολεύτηκε να το πιστέψει. Μα η εμπειρία ήταν πολύ ζωντανή για να το αρνηθεί. Ήταν είκοσι χρόνων και ξεκίνησε το κάπνισμα μετά την αυτοκτονία της μητέρας της. Δεν άφησε σημείωμα, δεν ήξερε γιατί η μητέρα της την εγκατέλειψε έτσι. Μετά τον θάνατο του πατέρα της άρχισε να έχει προβλήματα με το ποτό, αλλά έπαιρνε χάπια και τον περισσότερο καιρό ήταν μελαγχολική.
Ο καθρέφτης της μητέρας της, βρίσκονταν στην σοφίτα, πήγε να τον περιεργαστεί. Δεν είχε σπάσει, δεν είχε ρωγμές. Τον περιεργάστηκε, ώσπου στο χαρτί πίσω είδε μια μικρή αιχμή. Ξήλωσε διακριτικά και βρήκε μια σελίδα από βιβλίο. Δεν είχε τίτλο, ούτε συγγραφέα, μόνο ένα απόφθεγμα γραμμένο από τη μητέρα της: «Μ΄ αρέσουν οι περιθωριακοί άνθρωποι. Μ’ αρέσουν οι ψυχολογικά ασταθείς, οι καλλιτέχνες. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αμφιταλαντεύονται  μονίμως μεταξύ σοβαρού και τρέλας. Οι απρόβλεπτοι και οι σημαδεμένοι (Σίγμουντ Φρόιντ). Η μέρα που έμαθα πως πάσχω από σχιζοφρένεια. Ετών 43. Με την ενηλικίωση της κόρης μου, ετών 45, θα δώσω θάνατο στη τρέλα, να μην αμφιταλαντευτώ ποτέ.»
Αυτή τη στιγμή κατάλαβε την αυτοκτονία της μητέρα της. Ήξερε πως το «Μαύρο» την έκανε να τη φανταστεί, και πως της έδειξε το πώς θα μπορούσε να εξελιχτεί η ζωή της στα επόμενα δέκα χρόνια. Η καλύτερη φοιτήτρια του τμήματος Ιατρικής να γίνει πόρνη πολυτελείας. Ακόμη κι είχε χρήματα και επιτυχία, δεν θα έβρισκε την ευτυχία που ζητούσε. Εκείνη την μέρα δεσμεύτηκε να επιτύχει στον τομέα της Ψυχιατρικής, να λυτρώσει τη μνήμη της μητέρας της, μαχόμενη την διαταραχή της σχιζοφρένειας. Άλλωστε, είχε ήδη το μύθο της, ως η πιο οξυδερκής ιατρός του τμήματος.


6 Ιαν 2015

«Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μου είπαν να τους χτίσω μια πόλη»


Πάνος Κατσιαούνης


Κρυμμένος σε ένα δωμάτιο φτιαγμένο από ξύλο, το φώς του ήλιου περνούσε από τις γρίλιες σχηματίζοντας μικρές λωρίδες φωτός. Ένας άντρας καθισμένος σε μια πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο λουζόταν στη χρυσαφένια λάμψη του, στο χέρι του ένα τσιγάρο και το μάτι του ένα σμαραγδένιο πράσινο. Τον λένε Έλιοτ, είναι ένας σκιτσογράφος της Νέας Εποχής.
Εδώ και κάμποσο καιρό βρίσκεται σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και δεν έχει έμπνευση. Δεν εργάζεται και ζει απομονωμένος σε ένα σπίτι στην εξοχή. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει κάνει τη ζωή του εύκολη και έχει αντικαταστήσει κατά κάποιον τρόπο τη δουλειά του. Δε χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιεί μολύβι και χαρτί. Αρκούν μόνο μερικά κουμπιά για να τελειοποιήσουν τα σχέδια του. Τα τελευταία 5 χρόνια ζει με τη βοήθεια της θείας Βιολέτας, αδερφή του πατέρα του, η οποία του καθαρίζει και αγοράζει τρόφιμα για το σπίτι.
Ένα πρωινό, που ο Έλιοτ έξυνε τα μολύβια του (χωρίς λόγο, ήταν μια συνήθεια που είχε ξεκινήσει όταν πέθανε η Λέξι η μεγάλη του αγάπη- τη μέρα που στέρεψε η φαντασία του.) ένας κύριος με μαύρο κουστούμι, συνοδευόμενος από άλλους δύο τύπους με μακριές ρόμπες, τον προσέγγισε για να του αναθέσει μια αποστολή. Του είπε κάτι που έμοιαζε πιο πολύ σαν διαταγή παρά σαν χάρη.
«Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μου είπαν να τους χτίσω μια πόλη!» είπε στη θεία του καθώς εκείνη καθάριζε πατάτες στον αυτόματο αποφλοιωτή. Κοντοστάθηκε λίγο κι έπειτα έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο πιο πολύ για να τον κάνει κι αυτόν να ενθουσιαστεί με την ιδέα της καινούριας του αποστολής. «Γιατί εμένα; Έχω τόσο καιρό να δουλέψω, τα χέρια μου είναι μουδιασμένα και δεν έχω καμία ιδέα που να μπορεί να υλοποιηθεί. Υπάρχουν τόσοι που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Δεν είμαι ούτε αρχιτέκτονας, ούτε μηχανικός! Δεν μπορώ να το κάνω» είπε και άφησε το σώμα του να πέσει στη σεζλόνγκ που κοιτούσε το μεγάλο παράθυρο προς την κοιλάδα. «Το θέλεις;» είπε η θεία Βιολέτα και συνέχισε να χώνει πατάτες στο στόμιο του αποφλοιωτή.
«Δεν υπάρχει κάτι που να θέλω πολύ, ίσως αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει» απάντησε ο Έλιοτ αλλά μέσα του γνώριζε ότι μιλούσε ο εγωκεντρικός εαυτός τους, αυτός που μεγαλοπιάνονταν όταν κάποιος του ανέθετε κάτι σημαντικό.
Επρόκειτο για μια πόλη. Για μια περιοχή που άνθρωποι, διαλεγμένοι από ένα συμβούλιο, που τον Έλιοτ δεν τον αφορούσε (δεν φάνηκε να ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει καν), θα κατοικούσαν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ένας τόπος που δεν θα αποσκοπούσε μόνο σε μια απλή μάζωξη λαμπρών ανθρώπων (μόνο αυτοί διαλέγονταν από το συμβούλιο) αλλά θα αντιπροσώπευε μια αλλαγή, μια καινούρια αρχή και θα συμβόλιζε το μεγαλείο και την ανωτερότητα των ιδιαίτερων αυτών ατόμων. Πάγωσε για λίγο καθώς καταλάβαινε σιγά-σιγά την υπευθυνότητα που βάραινε τους ώμους του. Και πάλι δεν είχε τίποτα στο μυαλό του εκτός από σκόνη και στάχτη.
Και τώρα καθόταν μόνος του στην αιώρα και κάπνιζε, αδιαφορώντας για το τσιγάρο που άρχισε να διαλύεται πάνω του. Σκέφτηκε να φτιάξει μια πόλη πάνω στα δέντρα. Όχι πάνω σε πολλά δέντρα, αλλά πάνω σε ένα δέντρο με τεράστιο κορμό με περιφέρεια όσο μια μικρή βραχονησίδα. Και θα είναι μέσα σε νερό, σε λίμνη για να μπορούν να την προσεγγίζουν όλοι εύκολα!

«Τρελάθηκες; Άνθρωποι θα μείνουν σε αυτή την πόλη! Όχι μαϊμούδες!» ακούστηκε από το ακουστικό του τηλεφώνου η φωνή του επιτρόπου.
Και τότε σκέφτηκε μια πόλη κάτω από τη θάλασσα. Μέσα σε μια γυάλα κοντά σε κάποιον κοραλλιογενή ύφαλο με χρώματα και ψάρια τροπικά. Ένα ξεχωριστό μέρος για ξεχωριστούς ανθρώπους.

«Θα πεθάνουν από την έλλειψη οξυγόνου εκτός κι αν είναι δελφίνια!» έκανε η Θεία Βιολέτα καθώς έψαχνε στην οθόνη προβολής την αγαπημένη της εκπομπή μαγειρικής. Ανεβοκατέβαζε με τα χέρια της να χαϊδεύουν τον αέρα, μια μπάρα με τα ονόματα όλων των εκπομπών του καναλιού της Μητρόπολης.
«Αν θέλουν οξυγόνο θα τους δώσω όλο το οξυγόνο που έχει ο πλανήτης» σκέφτηκε ο Έλιοτ κι άρχισε να σχεδιάζει την Εναέρια Πόλη. Μια πόλη χτισμένη στα βράχια του παλιότερου βουνού, με ουρανοξύστες και αγάλματα θεόρατα, του επιτρόπου, του συμβουλίου αλλά και διακοσμητικές κολόνες σε αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το χέρι του ξέφευγε μόνο του όταν σχεδίαζε τους 4 έλικες που θα κρατούσαν την πόλη στον αέρα, περιμετρικά του ακανόνιστου σχήματος του βουνού. «Θα παραμένει πάνω από τα σύννεφα» σκέφτηκε και σχεδίασε ένα θόλο με πλέξη για να ρυθμίζεται η ηλιοφάνεια, η θερμοκρασία και οι ποσότητες οξυγόνου μέσα στην πόλη. Στο κάτω μέρος του βουνού στην πιο χαμηλή του κόγχη σχεδίασε ένα γλυπτό, από ασήμι και κασσίτερο κι αυτό θα ήταν το μόνο ορατό κομμάτι της πόλης του, όταν το υπόλοιπο μέρος θα ήταν καλυμμένο από τα σύννεφα.
«Θα είναι τέλειο!» είπε, κι άρχισε να χρωματίζει τα σκίτσα προσπαθώντας να μη βγει από τις γραμμές!
Το συμβούλιο και ο επίτροπος είχαν φτάσει εδώ και ώρα στην πόρτα του. Εκείνος αναμαλλιασμένος περιέγραφε για ώρες την πόλη που θα φιλοξενούσε του “εκλεκτούς”. Ο επίτροπος στεκόταν σοβαρός με ενα αδιάφορο χαμόγελο λες και κοιμόταν με τα μάτια του ανοικτά. Ο Έλιοτ έπιασε τον εαυτό του να χαμογελάει και να γουρλώνει τα μάτια κατα τη διάρκεια της παρουσίασης. Το είχε πάλι αυτό το κάψιμο στο στομάχι. Κοίταξε τα μάγουλά του κόκκινα, στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Ήταν πάλι εκεί.
Κάτι σαν άγγελος ερχόταν κάτι τέτοιες ώρες από πάνω του και τον έλουζε με ένα δροσερό αεράκι που τον ηρεμούσε. Του θύμιζε περισσότερο εκείνες τις χειμωνιάτικες βραδιές που δεν έκανε πλέον κρύο (όλο το χρόνο η χώρα απολάμβανε εύκρατο κλίμα γύρω στους 25 βαθμούς Κελσίου, λόγω του νέου ακτινωτού θόλου που διατηρούσε τη θερμοκρασία σταθερή) κι ο ήλιος έπαιρνε ένα χρώμα μπλε (έπειτα από διαταγή του επιτρόπου). Καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι της βεράντας η Λέξι αποκοιμιόταν πάνω του κι εκείνος χάιδευε τα μαλλιά της αφήνοντας τη φαντασία του να περάσει πέρα από την κοιλάδα μπροστά του. 
Και τώρα έτσι ήταν. Δροσερά. Ήρεμα. Ήσυχα. Ένιωθε αυτοπεποίθηση. Ένα τροματικά όμορφο συναίσθημα οτι όλα θα πάνε καλά.
“Φτιάξτε αυτή την πόλη” έκανε απότομα καθώς είχε μείνει σιωπηλός για περίπου δέκα λεπτά. 

“Φτιάξτε την και σαν αντάλλαγμα πάρτε με μαζί σας.”


2 Ιαν 2015

Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη

  -Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2015


Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη

 O σταθμός είχε ερημώσει, και εμείς στο παρατημένο βαγόνι, πίναμε από νωρίς. Τα μπουκάλια των κρασιών άδεια, παρατημένα, άστραφταν στο φως της λεωφόρου. Δεν κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο.
Οι κουβέντες ήταν λιγοστές, πετάγονταν ανάμεσα στα ερωτικά χάδια και τις εξομολογήσεις αγάπης. Χωμένοι στα παλτά μας, αγκαλιασμένοι, κλαίγαμε και κρυώναμε, μια ο ένας μια ο άλλος. Λιώμα από τα κρασιά, καπνιζαμε ανελέητα και φυσούσαμε τον καπνό λές και ξεπουλουσαμε τις ψυχές μας. Να έχουμε λίγα λεπτά, λίγα δευτέρα παραπάνω. Να παγώνε ο χρόνος, να μην κρυωναμε εκείνη την βραδιά. Μάταια όλα, ούτε Θεός, ούτε Διάβολος μάς έκανε την χάρη. Είχαμε ο ένας τον άλλο και ήμασταν καταδικασμένοι να δυστυχήσουμε για αυτό. Είχε ήδη ξημερώσει. Άρχισαν να έρχονται οι εργαζόμενοι του σταθμού. 
"Αντίο, πρέπει να φύγω τώρα. Δεν θα σε ξαναδώ" είπε, κι αφού ξεκουμπωσε την αγκαλιά του, με φίλησε στον κρόταφο τρυφερά κι έφυγε. Μάζεψε όσο ίχνος αξιοπρέπειας του είχε μείνει κι εκείνου, κι απομακρύνθηκε, ώσπου χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο.
 "Γαμημενε, δεν θα βγεις από μέσα μου ποτέ" ψέλλισα. Για μια στιγμή πάγωσαν όλα. Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε στεναχώρια. Ίσως είναι αυτό που λένε οι ποιητές. Ό,τι κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Δεν ξέρω πως νιώθουν οι άνθρωποι, κατά το κύκνειο άσμα τους. Αν σταματούν όλα, αν γίνονται μόνο ψυχές. Αλλά μόνο έτσι θα με χαρακτήριζα, για λίγο νεκρή. Ένα χωμάτινο κουφάρι το σώμα μου, ετοιμόροπο από την αδυναμία. Τα μάτια μου είχαν θολώσει, δεν ένιωθα τ' άκρα μου απ' το κρύο. Ο ήχος της σιδερένιας καγκελόπορτας τράνταξε δυνατά τα παγωμένα κάγκελα και με ξύπνησε, σαν μια ένεση ανδρεναλίνης. Έπρεπε να φύγω, να απομακρυνθώ από τον σταθμό. Όχι, γιατί φοβόμουν που 'μουν μόνη, πιωμένη και άρρωστη. Το μέρος με έπνιγε, δεν γινόταν να είχε φύγει. Δεν γινόταν να ήταν η τελευταία φορά που τον άγγιζα. 
 Μετά από τόσα χρόνια, πλέον δεν έχει σημασία που έφυγε. Αλλά δεν τον ξέχασα ποτέ. Ακόμα θυμάμαι, σαν τα χθες απομακρύνετε. Να χάνετε στα σκοτάδια. Κάθε τραίνο μου θυμίζει το χάος που ένιωθα στην παρουσία του. Ένα χάος τόσο αγαπημένο, που μόνο ο εκλεκτός της καρδιάς σου μπορεί να προκαλέσει. Και κανένας άλλος ποτέ, δεν είχε την δύναμη να το κάνει.

-Να ντύνεσαι ζεστά, να μην μου κρυώνεις. 

Αφιερωμένο στον Μπουλά,που με την ερμηνεία του μου γέννησε πολλές μικρές ερωτικές ιστορίες.