7 Δεκ 2016

Μελόδραμα και Ναρκισσισμός

Μελόδραμα και Ναρκισσισμός

Πράξη 1.

Σήμερα ξύπνησα Νάρκισσος. Φοράω τα πιο ακριβά ρούχα της νονάς μου, από μια δεκαετία που φαντάζει πολύ παλαιότερη μου, και βγαίνω από το σπίτι. 
Πηγαίνω μέχρι το περίπτερο. Κοιτάω τον περιπτερά. "Ένα Lucky Strike" του λέω. Και μου δίνει ένα κόκκινο σκληρό πακέτο. Φεύγω, ευχαριστώντας τον. Δόξα το Θεώ, η μάνα μου μου έμαθε να φέρομαι ευγενικά στους ανθρώπους, αλλιώς τι να τα κάνεις τα ανθρωπάκια, όλοι έχουν ανάγκη από έναν καλό λόγο. 
Σήμερα λοιπόν, έχει ωραία μέρα και θα κοιτάξω να εντυπωσιάσω όσο πιο πολύ μπορώ. Έχω πολλά κατορθώματα και πολλά ράμματα για τη γούνα πολλών, να ορίστε, με αυτά θα ασχοληθώ. Ας πάω σε έναν καλό φίλο να με ακούσει. Άλλωστε, γιατί να μην με ακούσει, αφού είναι τόσο σημαντικά αυτά που έχω να του πω, και σήμερα νιώθω τόσο όμορφη που αποκλείεται να μην θέλει να με προσέξει. Και θέλω πολύ αγάπη και proderm.
Επιστρέφω σπίτι. Βγάζω τα ρούχα μου, την πανέμορφη Mexx πανοπλία μου και ανακάθομαι στο κρεβάτι, γυμνή. Φοράω μόνο ανασφάλειες τώρα. Για την εικόνα μου, για το status quo μου, για το πόσο καλή φίλη είμαι, για το αν με θέλει ο γκόμενος. Και κοιμάμαι τελικά με αυτές. Ονειρεύομαι φώτα, πολλά φώτα που  πέφτουν πάνω μου και λάμπω. Και ανατρέχω σε πολλά αγαπημένα αποφθέγματα που μιλάνε για μυθικά πλάσματα και κορίτσια αλλιώτικα και χαμογελώ στον ύπνο μου, γιατί μέσα τους δίνω αξία στην δική μου ύπαρξη. 
Ξυπνάω την επόμενη μέρα, και έχω τρύπες παντού. Οι ανασφάλειες έφαγαν λίγο τη σάρκα μου εδώ, πιο εκεί, πιο πέρα. Μάλλον δεν υπήρχε κάποιος να δημιουργήσει μια φαντασίωση γύρω απ' το όνομά μου, και και τρύπησα λιγάκι. Και άδειασα λιγάκι.
"Με ποιο λευκό πουκάμισο θα κρύψω τις τρύπες μου;" αναρωτήθηκα και ήπια έναν καφέ.


Πράξη 2.

Σήμερα ξύπνησα Βασίλισσα του Δράματος. Φοράω τα πιο λαμπερά ρούχα της μαμάς μου, συνολάκια ένα κι ένα και βγαίνω απ' το σπίτι.
 Δεν νιώθω καθόλου φανταχτερή σήμερα, άχρωμη είμαι και με σκοτώνει αυτό. Προχωράω και κάνω ένα εκατομμύριο μικρές σκέψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις και θα μπορούσα -νομίζω- να καταλήξω σε εμβρυική στάση απέναντι απ' τον Τερκενλή, ήμι-λιπόθυμη, να ζητιανεύω για λίγη αποδοχή και επιβεβαίωση. Είμαι τσαλακωμένη σαν αλουμινόχαρτο, γεμάτη χαρακιές και σημάδια και όπου κι αν μ' αγγίξω πονάω. Τρέχω πανικόβλητη σε γνωστούς και φίλους να με αγγίξουν με τα δικά τους χέρια, με λάδια στοργής και λόγια παρήγορα. Τους μιλάω για το δράμα μου, που βέβαια είναι ό,τι χειρότερο έχει υπάρξει στην ανθρωπότητα μετά το Χίτλερ, και κλείνω τα τηλέφωνα βιαστικά να πάω σπίτι να γράψω λίγο, μπας και ελαφρύνει το μυαλό μου. 
Γυρνάω στο σπίτι και γδύνομαι. Κοίτα που εμφανίστηκαν κι άλλες τρύπες στο κορμί μου. Παίρνω ξανά τηλέφωνο, τον γκόμενο αυτή τη φορά, και τον ρωτάω:
"Έβγαλα κάτι τρύπες, μήπως έχει λίγο σοβά, να τις μπαζώσω;"
"'Ελα απ' το σπίτι, κάτι θα κάνουμε"
Τρέχω στο σπίτι του και έχω έναν τεράστιο σάκο με σκουπίδια. Ανασφάλειες, φόβοι, κακοτροπιές, θυμό, απώλειες και του τα αδειάζω όλα στον κάτασπρο καναπέ του.
"Τελικά δεν χρειαζόμουν σοβά, να κάπου να ξεφορτώσω τα μπάζα που ανακάλυψα. Τα μισά είναι εξαιτίας σου, να παρ'τα τώρα".
Και φεύγω από εκεί ακόμη πιο άδεια, ακόμη πιο βαριά, που τελικά δεν έκατσα να δω λίγη τηλεόραση μαζί του και να χαλαρώσω.

Τελική Πράξη.

Σήμερα, ξύπνησα ο εαυτός μου. Δεν φόρεσα κανένα ωραίο ρούχο, κλασικό και διαχρονικό. Σήμερα, φόρεσα το αγαπημένο μου πουκάμισο που πήρα από ένα μαγαζί της Τσιμισκή, και κοστίζει 15€. 
Ετοίμασα καφέ, έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα στο γραφείο τις δύο Περσόνες μου: Ναρκισσισμός και Μελόδραμα. Και αρχίζω να αναρωτιέμαι, τι φανταχτερό έχω πάνω μου χωρίς αυτές, τι είμαι χωρίς αυτές, τι θέση έχω στη ζωή των άλλων χωρίς αυτές. Οι αγαπημένες μου Περσόνες, τα καλοστολισμένα προσωπεία μου που φοράω καθημερινά. Πόσο τις λατρεύω, πόσες όμορφες φαντασιώσεις μου δημιουργούν για τον εαυτό μου, πόσο με πληγώνει που δεν είμαι ένα τίποτα χωρίς αυτές. Αστείο, να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να μην αναγνωρίζεις το γενετήσιο πρόσωπό σου. Η πανοπλία σου πως γίνεται καμία φορά ένα με το δέρμα σου, που δεν θυμάσαι τι υπάρχει από κάτω.
Άνοιξα το συρτάρι δίπλα στο σημειωματάριο που κρατάω το τελευταίο χρόνο. Ένα μαύρο, με ένα όμορφο μονόγραμμα στο εξώφυλλο, μινιμαλιστικό σημειωματάριο. Ό,τι έχω γράψει εκεί μέσα είναι γραμμένο μόνο με μελόδραμα, μόνο με ναρκισσισμό, δηλαδή με εξάρτηση και εγωκεντρισμό. Τοποθέτησα απαλά δίπλα του, τις δύο μάσκες μου. 
Ήρθε η ώρα της ταπείνωσης και της ταπεινότητας.

Αυλαία.

"Κάποτε πίστευα πως να τα παρατάς είναι για τους ερασιτέχνες. Μα εγώ είμαι επαγγελματίας Ηθοποιός. Και ξέρω πότε μια performance είναι κακή, και πότε μια παράσταση είναι αποτυχημένη. Αυτή η παράσταση χάθηκε και αυτό το εγωκεντρικό λογύδριο τελείωσε. Ήρθε η ώρα να ζήσω εκτός θεάτρου, Να μην είμαι Στάρλετ, μήτε πρωταγωνίστρια. Και κυρίως, να μην ψάχνω άλλα μονόπρακτα".

Υπόκλιση - Χειροκρότημα

Πληροφορίες: Θα με βρείτε να περιφέρω τον εαυτό μου, ανάμεσα στους ανθρώπους της καρδιάς μου. Μόνο εκεί ανήκω, γιατί αυτοί είναι ο μόνος έως τώρα αναγνωρίσιμος εαυτός μου. Για αυτούς είμαι η Στέλλα. Για εσάς είμαι πάντα, η δικιά σας Felis Domesticus.






27 Νοε 2016

Ένας άλλος κόσμος

-Κατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα, Νοέμβριος 2016

Ένας άλλος κόσμος

Προσπάθησα να σε κάνω αθάνατο
Αλήθεια σου λέω, προσπάθησα
Μα δεν έβρισκα λέξεις που να μην είχαν χρόνο μέσα.
Όλες στον αόριστο, και μετά,
Δραματικό Ενεστώτα
Δεν έβρισκα μελάνι αρκετά ανεξίτηλο, να χαρακτεί στο δέρμα μου ες αεί.

Πονούσα όμως.
Εκεί που με άγγιζες
Εκεί που δεν με άγγιζες
Και κυρίως εκεί που άγγιζαν κάποιον άλλο τα χέρια σου.

Στερήθηκα τη θνητότητα μου
Για να φτιάξω τη δίκη σου αθανασία.
Στέρεψε κάθε χρώμα πορφυρό
Όλα σαν από φωτογραφία ασπρόμαυρα.

Αυτή τη φορά νικήθηκα.
Κι αν νικήθηκα εγώ,
Νικηθήκαμε εμείς.



18 Νοε 2016

Τι νούμερο φοράς;

-Κατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα, Νοέμβριος 2016

Τι νούμερο φοράς;

Μια μέρα ξύπνησα γύρω στις 8:00 το πρωί χωρίς λόγο. Κατέβηκα κάτω και είδα τη μητέρα μου να κάθεται με κάτι κυρίους. Μετά από λίγο έφυγε και μου παραχώρησε τη θέση τους απέναντι τους.
«Καλησπέρα σας, παρακαλώ ανεβείτε στη ζυγαριά»
Ανέβηκα κι εγώ, κανένα γκάλοπ λέω θα είναι.
«Είστε 67 kg άνθρωπος. Kι αυτή είναι η αξία σας. Στην βασική κατάταξη αξίας είστε στη θέση 6 που σημαίνει ότι είστε πάνω από το όριο αλλά όχι αρκετά. Πρέπει να χάσετε άλλα πέντε κιλά κυρία Κατσαμπή, για να μπορείτε να κυκλοφορείτε, να αγοράζετε από Αυτό, το Δείνα, το Τούτο μαγαζί, να τρώτε πάνω από αυτές τις θερμίδες, να φοράτε Αυτά τα ρούχα και χρώματα, να πηγαίνετε σ’αυτές τις παραλίες και να έχετε πάνω από το  αριθμό 8 αξίας σύντροφο. Μέχρι τότε, έχετε να κινείστε σ’ αυτές τις επιλογές και θα πρέπει να φοράτε αυτό το ταμπελάκι μπροστά από τον λαιμό σας, κάθε μέρα, μέχρι να γίνει σε 5 μήνες η νέα μέτρηση. Ευχαριστούμε για τη συνεργασία. Και μη ξεχνάτε: δεν είναι καλό να είστε υπέρβαρη.
Αφού έφυγαν οι κύριοι πήγα προβληματισμένη στη ντουλάπα μου. Έλειπαν τα μισά και παραπάνω μου ρούχα και είχαν έρθει άλλα στη θέση τους. Ήταν όλα πολύ καλής ποιότητας και καλαίσθητα ρούχα. Μα έλειπαν ρούχα που αγαπούσα να φοράω ακόμα κι αν δεν ήταν ακριβά ή πολύ καλή ποιότητα. Το ίδιο είχε συμβεί και στη μητέρα μου.
Βγήκα μια βόλτα στη Τσιμισκή την επόμενη μέρα, φορώντας το ταμπελάκι μου. Έβλεπα πολλές κοπέλες να περνάνε, 8,9,6,3 νούμερο. Πέτυχα και ένα δύο γνωστές που το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν είναι τι νούμερο ήμουν. Η κάρτα μου δεν λειτουργούσε σε προϊόντα που είχαν μεγαλύτερο νούμερο από το 6.
Μετά από πέντε μήνες που έγινε η νέα μέτρηση κατάφερα να πάω στο 8. Και τότε όλοι οι γνωστοί το πρώτο πράγμα που μου έλεγαν όταν με έβλεπαν είναι: «Μα καλά, είσαι καταπληκτικός άνθρωπος, πως κατάφερες να πας από το 6 στο 8;! Είσαι υπέροχη». Και ανέβηκε μαζί με τα δύο νούμερα αυτά και η δική μου αυτό-εκτίμηση.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν ίσως η αυτοαξία μας να καθορίζονταν κάπως έτσι. Στο δικό μας μικρόκοσμο, η αξία σου καθορίζεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Όταν είσαι υπέρβαρος, χοντρός (και σου φαίνεται) κανείς από την οικογένεια σου ή όσους σε έχουν άνεση πέρα από 2-3 καλούς φίλους δεν σε ρωτάει αν είσαι καλά, αν περνάς καλά στη σχολή σου, αν πηδάς κάνα καλό γκόμενο, αν πέρασες καλά εκεί που βγήκες, ή τους λόγους γιατί τρως σαν το ζώο. Το πρώτο πράγμα που σου λένε όλοι είναι «χάσε κιλά» ή «πως έγινες έτσι» ή «αν χάσεις κιλά θα βρεις γκόμενο, γιατί θα σου ανέβει η αυτοεκτίμηση» ή «Δεν είσαι κομψή». Ξαφνικά, ο καθένας σε βλέπει ως έναν αριθμό, βλέπει την εικόνα σου και εμμένει μόνο σε αυτή, και σε αναγκάζει να είσαι αυτή. Η αξία σου να είναι η θέση που της δίνει η τάση της κοινωνίας. Πόσες φορές είπα πως αν ζούσα στη βικτωριανή εποχή θα ‘μουν το πιο περιζήτητο γκομενάκι αλλά το χιούμορ είναι συχνό χαρακτηριστικό των υπερβαρων ανθρώπων για να καλύψουν τα κιλά τους. Κάτι σαν το μαύρο.
Έπειτα, όταν χάνεις καμιά δεκαριά κιλά όλοι ξαφνικά ασχολούνται ξανά με την εικόνα σου με τις εξής φράσεις «καλέ εσύ αδυνάτισες πάρα πολύ», «είσαι πολύ καλύτερα τώρα», «ομόρφυνες», «ακόμα λίγα να χάσεις κούκλα θα είσαι», «πως τα κατάφερες ρε θηρίο, είσαι πολλή καλή». Κανείς δεν έρχεται να σε ρωτήσει αν είσαι καλά, αν ήπιες ωραίο καφέ το πρωί, αν πήγες καμία βόλτα με τον καινούριο σου γκόμενο, αν διάβασες κανένα καλό βιβλίο.
Η εικόνα σου συνδέεται αυτόματα με την αξία σου ΚΑΙ ΣΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ. Όλα τα κακοπροαίρετα και τα καλοπροαίρετα σχόλια που δέχεσαι έχουν να κάνουν καθαρά με αυτή, και εσύ μάταια πασχίζεις να παραμείνεις γήινος και ανθρώπινος λέγοντας ένα «ναι θα προσπαθήσω να τα χάσω» ή «ευχαριστώ». Αν μπορούσα να μιλήσω ελεύθερα, θα τους έριχνα όλους κάθε φορά που μου λένε ότι αδυνάτισα ένα «γαμοσταύριδο» μετά το ευχαριστώ. Όχι γιατί έκαναν κάτι κακό ή είπαν κάτι κακό αλλά γιατί το πρώτο κοπλιμέντο της ημέρας που θα ήθελα να ακούσω δεν θα ήθελα να ήταν για την εικόνα μου.
Άσε δε που όταν ο ναρκισσισμός βαράει μπιέλες και παίρνεις πάνω σου όλον αυτόν τον καταιγισμό θετικότητας μετά σου λένε ότι ψωνίζεσαι και ότι είσαι ωραιοπαθής. Ναι καλοί μου, έτσι είναι αλλά αν σπέρνετε ανέμους θερίζετε θύελλες. Το θέμα είναι ότι πάλι εσύ θα τρέξεις στους ψυχοθεραπευτές για να το λύσεις, όπως έκανες για τα κιλά σου, για την απόρριψη σου, για όλα τα τζην που έδειχναν χάλια πάνω σου.
Αν θες, λοιπόν, να μου κάνεις φιλοφρόνηση, καν’ την για το μυαλό μου, για τα βιβλία που διαβάζω, για τη μουσική που ακούω, για όλα αυτά που δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις αλλά κι αν τα γνώριζες δεν θα μου έκανες τόσο εύκολα κομπλιμέντο όπως κάνεις για την εικόνα μου.




5 Οκτ 2016

(Δεν) είμαι;

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπη, Οκτώβριος 2016

(Δεν) είμαι; 



Είμαι η λεσβία που δεν βρήκε τον κατάλληλο άνδρα
Είμαι το απορρυπαντικό της προσφοράς
Είμαι η ταμπέλα της βιτρίνας με τη τιμή φτήνιας 
Είμαι η Μπάρμπι (αέρο) σύνοδος που αγαπά να παίζει η κόρη σου 
- και ο γιος σου αλλά φοβάται να στο πει-
Είμαι η Τερέζα, και μια μέρα θα γίνω και μαμά
Είμαι το κορίτσι των μεσοβδομαδων επαφών που το καλείς Σαββατοκύριακα 
Είμαι το τέρας της ντουλάπας που έτρεμες παιδί 
Είμαι η γκόμενα του φίλου σου που απεγνωσμένα θες να αγαπήσεις 
Είμαι το κορίτσι του μπαμπά και ας μην του ανήκαν ποτέ
Είμαι η μπιμπο με τα ψηλοτάκουνα που ντρέπεσαι να φλερτάρεις
Είμαι αυτή που ντύνεται λαθος για τα κιλά της

Είμαι όλα αυτα που αγαπάς να βάζεις στον καφέ σου και μισείς. Είμαι μια μικροαστή στον θαυμαστό κόσμο της Vogue και του Nespresso. Προσπαθώ να είμαι κάποια αλλά τελικά δεν είμαι καμία, σαν εκατομμύρια άλλους Οδυσσέες. 
Μα όσα επίθετα κι αν μου δίνετε, παραμένω ουσιαστικό και ποδοπατω την απέραντη, κακοτράχιλη και μεγαλεπήβολη προβολή σας.

2 Οκτ 2016

Μικρές Ιστορίες VI

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπη, Οκτώβριος 2016

Part I

Παυσήπονω

Στις 3:46 έρχεται το τρένο
Δεν ήρθες στο σταθμό 
Ή στο αεροδρόμιο 
Ή σε εμένα την ίδια 

Το κεφάλι ψηλά και αγύριστο 
Κι η βαλίτσα βαριά 
Μια λευκή ζώνη, ενα ροζ βιβλιο 
Κι εκείνη η φωτογραφία με την γατα μου
-κι εσένα μαζι-


Αν ήξερα να φεύγω δεν θα το 'κανα 
Αν ήξερα να με αγαπώ θα σ' άφηνα 
Αν ήξερα να θυμώνω θα αγαπούσα άλλον 
Κι αν ήξερα να μην πονώ θα έπαιρνα ασπιρίνη.







Part II

Όλα αυτά που τσαλακώνονται

Τ' αλουμινόχαρτο
Το κουτάκι της σόδας
Η γάτα που δεν χάιδεψες
Ο άστεγος στο φανάρι
-Εγώ στο πάτωμα σε στάση εμβρυακή-

Τα ρούχα σου πριν το μπάνιο
Τα πουκάμισα μου πριν τ' αγγίξεις
Το στομάχι μου
Οι πεταλούδες στο κουκούλι
-Εγώ κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας-

Η μάνα μου όταν δεν συμμαζεύω
Ο μπαμπάς μου όταν γυρνάω αργά
Η γιαγιά που κρατά το τηλεχειρηστήριο 
Εσύ, όταν κλαίω μπροστά σου
-Εγώ μέσα στην παιδική ντουλάπα-

Το πακέτο απ' τα τσιγάρα μου
Αυτός που απέρριψα επειδή μ' αγαπούσε
Η παλιά σου γκόμενα που σε θέλει ακόμα
Ο πελτές ντομάτας για τα μακαρόνια σου
-Εγώ στην γωνία του καναπέ σου-

Όλα αυτά που τσαλακώνονται πάνε στα σκουπίδια
Όλοι αυτοί που τσαλακώνονται πάνε σε κρησφύγετα
ή σε ατσαλάκωτους
ή σε έπιπλα
ή και στα σκουπίδια


Part  III

Η οδοντόβουρτσα
Από το πρώτο βράδυ μου’χε δώσει μια πορτοκαλί οδοντόβουρτσα. Μισούσα το πορτοκαλί χρώμα. Και τα πορτοκάλια. Και τη σοκολάτα με γεύση πορτοκάλι.
Την έβαζε στο κάτω κάτω συρτάρι, ποτέ κάπου φανερά ή δίπλα στη δικιά του. Δεν είχα θέση δίπλα του, ήμουν επίσημα η κρυφή συνδαιτυμόνας της στοματικής υγιεινής του, και ό,τι άλλο στοματικής φύσης υπήρχε. Ήταν μια ασήμαντη οδοντόβουρτσα, όσο και το χρώμα της, όσο και η παρουσία μου στο σπίτι του.
Όταν βούρτσιζε τα δικά του, τον παρατηρούσα από τη γωνία του μπάνιου. Ήταν ο νιπτήρας του, το νερό του, ο καθρέφτης με το πελώριο, πανέμορφο ανάστημά του. Δεν μου έκανε ποτέ αρκετό χώρο να τα βουρτσίζουμε μαζί, να κοιτάμε το είδωλο μας γεμάτο σάλια και αφρούς. Κι αν έτυχε μια-δυο φορές ήταν γιατί ήξερα να στριμώχνομαι καλά μπροστά από τα πόδια του.
Όταν με άφησε, ένα από τα πράγματα που σκεφτόμουν ήταν εκείνη η οδοντόβουρτσα. Εκείνη η σκληρή, κακόχρωμη οδοντόβουρτσα, που ‘χε όμως μια θέση στο συρτάρι του, μια θέση στη ζωή του, τώρα πεταγμένη σε κάποιο κάδο, κι εγώ πεταγμένη στο ταβά της μοναξιάς μου.
Όταν βρεθήκαμε μετά από καιρό, με μια αργή κίνηση, έβγαλε από το κάτω συρτάρι την μικρή “πορτοκαλένια” οδοντόβουρτσα μου. Ήταν εκεί, που ήταν πάντα. Με περίμενε να γυρίσω. Είχα πια και λίγο χώρο να πλύνω τα δόντια μου κοντά του. Είχα και τον χρόνο να την ανεβοκατεβάζω στο συρτάρι του και να αγαπήσω το πορτοκαλί απ’ την αρχή. 
Όταν θα τον αφήσω, θα πάρω και την οδοντόβουρτσα μου μαζί. Και θα την βάλω στο πιο ψηλό συρτάρι της σκέψης μου και θα την κάνω ένα μικρό τοτέμ της μακραίωνης ζωής που έζησα μαζί του. Κι άμα πότε-πότε τρώω καμία σοκολάτα με γεύση πορτοκάλι, θα βουρτσίζομαι με αυτή. 
Ίσως πάλι κάποτε να ξαναβρεθούμε και τότε να χει να μου δώσει μια μπλε οδοντόβουρτσα, επειδή είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Επειδή θα είμαι η αγαπημένη του παρέα, ακόμη κι όταν πλένει τα δόντια του.






20 Σεπ 2016

Λίγο πιο



 -Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Σεπτέμβρης 2016

Λίγο Πιο


«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο έξυπνη κι όχι τόσο αφελής» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο εκλεπτυσμένη και όχι τόσο αυθόρμητη» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο πολιτικοποιημένη κι όχι τόσο ασυγκίνητη» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο της όπερας, και όχι του κουτουκιού» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο καλλίγραμμη, χωρίς έντονες καμπύλες» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο καλή κόρη, κι όχι τόσο νευρωτική» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο σκληρή, κι όχι τόσο ανεκτική» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο συγκεντρωμένη, κι όχι αφηρημένη όταν οδηγώ» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο καλή σύντροφος, κι όχι μόνο καλή ερωμένη» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο του υγιεινού τρόπου ζωής, κι όχι επιρρεπής» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να είμαι λίγο πιο καλή ποιήτρια, κι όχι συγγραφέας Άρλεκιν» έλεγε στον εαυτό της.
«Θα ήθελα να ήμουν κάποια άλλη κι όχι εγώ» έλεγε στον εαυτό της.

«Μα αν ήσουν άλλη, κι όχι εσύ, θα σ’ αγαπούσαν ένα εκατομμύριο άλλοι άνθρωποι, άλλα όχι αυτοί που αγαπάς εσύ, τώρα. Και ξέρω πως θα άλλαζες πολλά πράγματα για να γίνεις λίγο πιο ευτυχισμένη, αλλά αυτούς, τους μαγευτικούς ανθρώπους της καρδιάς σου, δεν θα τους άλλαζες ποτέ. Για καμία άλλη εσύ» της είπε  ο εαυτός της.
φωτογραφία: Stratos Zermpoulis


26 Ιουλ 2016

Έκπτωτ(ικ)ός

-Κατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα, Ιούλιος 2016

Έκπτωτ(ικ)ός



Ο Παράδεισος μου ξεθώριασε
Προσπάθησα μάταια να τον περισώσω
με μελάνι και βελόνες τρυπιόμουν
και έσταζα σε φύλλα Α3

Τα σοβατεπί έπεσαν, τα μπετά ράγισαν 
Οι κήποι με τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν
ένα νεκροταφείο για ροδοπέταλα
αναμνηστικά στιγμιαίας αβρότητας.
 

Το σκοτάδι κατάπιε τις μέρες του φωτός
Και εκείνα τα πρώτα σκιρτήματα κατάνυξης
βυθίστηκαν σε ένα απέραντο έρεβος σιωπής
που διαμελίζει κάθε ευχάριστη θύμηση. 

 Κι ο Μεγαλοδύναμος που 'χα αφήσει εκεί
Γέρασε και δεν βαστάει πια τις φροντίδες
Τα κανακέματα έγιναν κατσιάσματα
Και τίποτα πλέον δεν μπορεί να φτιαχτεί.

Ο Παράδεισος μου ξεπουλήθηκε 
Στο σκλαβοπάζαρο του ρεαλισμού
Και δεν με πειράζει η μαύρη αγορά
Η "τιμή ευκαιρίας" είναι που πονά.

 

25 Ιουν 2016

Θέρως

Πάνος Κατσιαούνης


Δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη σχέση, αν με ρωτάς.
Δεν σε επέλεξα. Με επέλεξες. Αλλά ήξερα πως δεν είχα άλλη επιλογή από το να κρατήσω μία στάση μετέωρη στο τι ήθελα πραγματικά και στο τι θα μπορούσα.

Τα μέσα μου ζητούσαν απεγνωσμένα την έγκριση σου. Κάθε μου κίνηση, κάθε μου σκέψη περνούσε πρώτα από το φίλτρο το δικό σου. Λες και είχαμε υπογράψει μία σύμβαση ακαθόριστη που με έδενε με την ύπαρξη σου τη στιγμή που μου συστήθηκες.

Με κοίταγες την ώρα που ντυνόμουν δίπλα από τη θάλασσα, που τώρα ξέβραζε φύκια. Ο ήλιος είχε πέσει κι εσύ καθόσουν μπροστά μου, τάχα μου δήθεν να με προστατεύεις από τις ακτίνες του. Σκιά μαύρη, θανατερή, τότε απολάμβανα μόνο τη δροσιά που με έκανε να ξεχωρίζω.

Πλάι στο γκρεμό μου είχες πει τόσα πράγματα για τη ζωή σου. Εγώ καθόμουν στη σιωπή καθώς δεν άντεχα να ανοίξω για άλλη μια φορά το σκονισμένο ντουλάπι με τις ιστορίες και τις αναμνήσεις σε φόντο σέπια. Κι αν το έκανα, ήξερες ότι θα έπρεπε να το κλείσω πάλι βιαστικά για να μην μου κλέψεις τίποτα.

Ξεκίνησες λίγο μετά να με κοιτάζεις σαν να μου ζητούσες να του αφιερώσω όλη μου την ψυχή πάνω σε ένα πήλινο πιάτο ζωγραφισμένο στο χέρι. Κι αν κάποτε την έτρωγες όλη μονομιάς, θα έβαζες αυτό το πιάτο πάνω στο τοίχο. Με ένα καρφί, τη λέξη «φύγε».
Πέρασε μία γριά από δίπλα μας και άρχισε να παραμιλάει για κάποιον παλιό της έρωτα. Γελάσαμε.
Έκατσα δίπλα σου και σου κράτησα το χέρι για να νιώσεις τη θέρμη που εξέπεμπα χωρίς να το θέλω. Σκοτείνιασε. Δροσιά και πάλι. Σκιά θανατερή.
«Θα περιμένω λίγο ακόμα να σε μάθω», είπα και σκέφτηκα μετά από λίγο να δώσω σώμα, νόημα, σχήμα και λόγο σε αυτό που ένα μέρος μου φοβόταν και μισούσε.

«Μη με περιμένεις. Καλύτερα φύγε...»

Οι λέξεις, τα λεπτά και οι δείκτες τρέχουν πιο γρήγορα από μένα.
Δε βιάστηκα ποτέ να φτάσω τίποτα.
Δεν άκουσα ποτέ το μέσα μου.
Δεν πίστεψα τους έξω.
Πάτησα κάτω καί θεούς καί δαίμονες, για να αγαπήσω τους ανθρώπους.
Ζήτησα ένα κενό για να χωρέσω μέσα όλες τις πέτρες τις βαμμένες με σμάλτο, σε κόκκινο πορφυρό, χρυσαφί και μαύρο.
Γέννησα δεκάδες υποκοριστικά σε κάθε έναν από τους ανθρώπους που αγάπησα.
Πήρα πίσω υποσχέσεις και κλειδιά από το σπίτι μου.
Πέταξα δώρα επετείων και σχέδια για το μέλλον που κάναμε από κοινού.
Γλέντησα χωρίς να νιώθω τύψεις.
Έβριζα με φωνές μπροστά από έναν τοίχο παλιό, αλλά δεν άκουγα. Δεν το εννοούσα. Μονάχα ανοιγόκλεινα το στόμα, για να μην κλάψω.


Αυτό είμαι. Τώρα το νιώθω πιο πολύ. 






19 Ιουν 2016

Πόρτες Κλειστές

Πάνος Κατσιαούνης



Επέστρεψα σε εκείνα τα σκοτεινά δωμάτια,
με την υγρασία και τη σκόνη
όπου είχα πετάξει όλα όσα ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
Όλα όσα μου γύρισαν την πλάτη, 
όλα αυτά τα χαμένα γέλια ή τα πνιγμένα κλάματα, 
όλα εκείνα που έσκισα από το τετράδιο,
όλα τα πέταξα εδώ.

Έψαχνα τα σκουριασμένα κλειδιά
μήπως και μπερδέψω τους φόβους μου με τα όνειρα
τους δαίμονες με τους αγγέλους.
Μαζεύτηκα σε μια γωνιά που φύτρωνε ένας θάμνος
να πάρω δυο φύλλα μέσα μου κι έναν λόγο για να φύγω.

Ζητούσα μια επιβεβαίωση και την έλαβα.

Αυτή η πόρτα κρύβει πίσω της ένα καθρέφτη.
Με κοιτάζω, αλλά κάποιος άλλος είναι μέσα σε αυτόν.
Το είδωλο μου,
ψεύτικο και δικό μου,
μου γυρίζει την πλάτη.

Εκείνη την πόρτα δεξιά, δύσκολα την έσυρα.
Η άμμος που ξεχύνεται έχει φρακάρει το σύρτη.
Τα πόδια μου βουλιάζουν βήμα-βήμα, 
ο ήλιος με τυφλώνει.
Τα δέντρα κρύβουν τη θάλασσα.
Η ομορφιά του σκηνικού με διώχνει.
Με νεκρώνει.

Η άλλη πόρτα πίσω μου είναι σχεδόν χτιστή.
Ένα αγρίμι ακούγεται,
μια ανάσα βαριά που μυρίζει αλκοόλ και σκόρδο.
Δεν την ανοίγω.
Ίσως επιστρέψω αργότερα 
και το αφήσω να με κατασπαράξει.

Πιο πέρα ακούγονται παιδιά.
Κραυγές τροφίμων, βρισιές, μπλεγμένες με αθώα γέλια.
Εκεί, σε εκείνη τη σκοτεινή γωνιά, 
ένα κρύο ρεύμα διαπερνάει τα δάχτυλα μου.

Πορτρέτα πρώην εραστών.
Παλιές φωτογραφίες και σεντούκια με μικρά παιχνίδια.
Post it χαρτάκια με στυλό, μου κάνουν ερωτήσεις.
Στιχάκια, λέξεις και σκίτσα μισοσβησμένα.
Πολλά και λίγα.
Άδεια. Γεμάτα.

Το μέρος με τρελαίνει.
Τσιρίδες διαπεραστικές μου φέρνουν πανικό.
Το αγρίμι ξύπνησε κι άρχισε να πεινά.
Και πριν αποφασίσω να επιστρέψω σε εκείνη την πόρτα
με βλέπω να στέκομαι ήδη εκεί.

Γυμνός.
Στο πάτωμα.
Με κοιτάζω.

"...φάε με... πάλι..."




9 Ιουν 2016

Απάθεια

-Κατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα, Ιούνιος 2016


Απάθεια

Έχω περισσευούμενο μελάνι
Το χέρι μου στολίστηκε με δερματοστιξία
Κι ούτε φοβάμαι το ξεθώριασμα
Μήτε το χρόνο που απαιτεί

Είσαι μπλεγμένος στα σπλάχνα μου
Κι όσο έμετο κι αν κάνω δεν βγαίνεις
Μόνο τον οισοφάγο καταστρέφω
Με άναρθρες κραυγές και λέξεις

Δεν έχω άλλο φως να σου δώσω
Και δεν διαθέτεις το δικό σου για μένα
Έχω αδύναμα πόδια για να τρέξω
Έχω μικρούς αστραγάλους να σταθώ

Και θα γυρνάμε ο ένας στον άλλο
Από πόθο, από έλξη, απ’ ανασφάλεια
Δεν τυγχάνει που αγαπάμε τ’ άκρα
Θυμίζουν πόσο μόνοι είμαστε



2 Ιουν 2016

Οι εφτά γάτες

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιούνιος 2016


Οι εφτά γάτες

Η γάτα ανακάθισε στα πόδια της ρονρονονίζοντας, τής χάιδεψε τα αυτιά στοργικά και αυτή λικνίστηκε με περίσσια ευχαρίστηση. . Κι αποκοιμήθηκαν και οι δυο.
Μέσα στο βράδυ αυτή ξύπνησε, και ανακάθισε στο κρεβάτι, βλέποντας πως έλειπε η γάτα. «Μα που πήγε το παλιόγατο» αναρωτήθηκε. Πήγε στο σαλόνι και βρήκε την γάτα να κοιτάει επίμονα τις καρέκλες του σπιτιού, τη μια μετά την άλλη. Έπαιζε την ουρά της ανήσυχα.
«Τι έγινε βρε γατούλα, τι κοιτάς έτσι;».
«Τις περιμένω» η γάτα αποκρίθηκε.
Παραπάτησε και κρατήθηκε από το πόμολο της πόρτας. Δεν ήταν δυνατόν. Η γάτα της, της μίλησε. Δεν ήταν όνειρο, ήταν πραγματικότητα. Την έβλεπε ολοζώντανη μπροστά της, μικρόσωμη και γκρι, να την κοιτάει επιτακτικά και να της απευθύνει τον λόγο.
«Κάτσε, μην σε βρούνε στην πόρτα» είπε η γάτα.
«Ποιες;» αποκρίθηκε αυτή αναστατωμένη.
«Θα δεις».
Η γάτα έκανε μια γύρα στις καρέκλες και τρίφτηκε στα πόδια τους. Η μια καρέκλα μετά την άλλη άρχισαν να αναριγούνται, και ένα θολό σύννεφο τις σκέπασε. Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και εμφανίστηκαν 7 γάτες μέσα στο σαλόνι, όλες είχαν πιάσει από μια καρέκλα.
«Να σου συστήσω τις ψυχές μου» είπε η γάτα της. «Οφηλία, Άλκηστις, Πηνελόπη, Δεισδαιμόνα, , Μαρία Μαγδαληνή, Αριάδνη, Διδώ.»
Οι ψυχές της γάτας την χαιρέτησαν με οικειότητα και ευχαρίστηση.
«Ο λόγος που σας κάλεσα σήμερα κυρίες μου είναι για να συμβουλέψουμε τον άνθρωπο»
«Να με συμβουλέψετε;» διέκοψε η κοπέλα.
«Πάψε ανόητη, μην με διακόπτεις».
Η κοπέλα κατέβασε το κεφάλι.
«Επανέρχομαι. Κυρίες μου, το ‘χουμε συζητήσει πολλές φορές γιατί οι άνθρωποι είναι βλάκες. Για την ακρίβεια είναι τόσο βλάκες που ούτε καν υποψιάζονται την ύπαρξη μας. Τους αρέσει να φαντασιώνονται ένα σωρό ψέματα και αηδίες για τους άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπαίνουν καν στην διαδικασία να σκεφτούν τόσο πόσο υποτακτικοί μας είναι. Εμείς οι γάτες, εκλεγμένες από το βασίλειο των ζώων, αναλαμβάνουμε να τους εκπαιδεύουμε για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στους άλλους ανθρώπους. Αλλά όπως είπα, είναι τόσο ανόητοι που ούτε καν το καταλαβαίνουν. Κυρίες μου παρουσιαστείτε στον άνθρωπο, γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο ρόλος σας.
« Είμαι η Οφηλία. Αγαπούσα τον Άμλετ, και με τρέλανε. Πνίγηκα σε ένα ποτάμι γεμάτο νούφαρα να στολίζουν το άψυχο κορμί μου.»
«Είμαι η  Άλκηστις. Αγαπούσα τον Άδμητο, και πέθανα για χάρη του. Ο μύθος λέει ότι σώθηκα, αλλά παρέμενα νεκρή.
«Είμαι η Πηνελόπη. Αγαπούσα τον Οδυσσέα. Τον καρτερούσα μια ολόκληρη ζωή. Κι όταν επέστρεψε, δεν ήταν πια αυτός που αγαπούσα.»
«Είμαι η Δεισδαιμόνα. Αγαπούσα τον Οθέλλο. Σκοτώθηκα από το μαχαίρι του άνδρα που αγαπούσα».
«Είμαι η Μαρία Μαγδαληνή. Αγαπούσα τον υιό του Θεού. Δεν με προστάτεψε από την οργή των ακολούθων του. Πέθανα σαν πόρνη»
«Είμαι η Αριάδνη. Αγαπούσα τον Θησέα. Με παράτησε στην Νάξο, στον Διόνυσο, γιατί με βαρέθηκε.»
«Είμαι η Διδώ. Αγαπούσα τον Αινεία. Με εκμεταλλεύτηκε και το μυαλό μου σάλεψε και έπεσα στη φωτιά».
«Δεν το ζω αυτό» αναφώνησε σαστισμένη.
«Μα δεν καταλαβαίνεις τίποτα πια; Είπε η γάτα και ανακούνησε τα μουστάκια της.
«Όχι, εξήγησε μου, σε παρακαλώ. Είναι όνειρο;»
«Όχι βέβαια. Η ζωή σου ολάκερη είναι. Οι κυρίες που βλέπεις είμαι εγώ, και κατ’ επέκταση εσύ.»
«Τι εννοείς;»
«Καλά νόμιζες ότι ο ρόλος μου εδώ μέσα είναι για να με ταΐζεις, να με χαϊδεύεις και να αλλάζεις την άμμο μου; Πόσο ανόητοι οι άνθρωποι, θεά Μπαστέτ μου! Ήσουν ανόητη που νόμιζες ότι ερχόμουν να κοιμηθώ μαζί σου επειδή σ’ αγαπούσα, επειδή με φρόντιζες. Σου χουρχούριζα για να σου δώσω ένα ξεροκόμματο, όπως κάνουμε όλοι εμείς οι αφέντες ανά τις χιλιετίες. Εμείς οι γάτες κυριαρχούμε τον κόσμο των ανθρώπων πριν καν μας σκεφτείτε ως οντότητες. Αλλά εσείς νομίζετε ότι είμαστε κατοικίδια. ΧΑ! Αν θες κατοικίδιο πάρε ένα κουνέλι ή σκύλο. Εμείς ερχόμαστε στις ζωές σας για να σας αποκαλύψουμε τα μυστήρια της φύσης σας.
«Πραγματικά δεν καταλαβαίνω».
«Να στο κάνω πιο απλό. Ήρθα σε εσένα για να σου δείξω τον χαρακτήρα σου, και το πώς δομείς τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους. Χρειαζόσουν όρια και στα ‘δωσα. Χρειαζόσουν κάποιον να αγαπάς και να φροντίζεις, και ήρθα. Είμαι εσύ. Είμαι αντικοινωνική σαν κι εσένα. Αφήνω τους πάντες να έρθουν στον χώρο μου, αλλά κανείς δεν αγγίζει την ψυχή μου. Για την ακρίβεια τις ψυχές μου. Οι κυρίες που βλέπεις, είναι εσύ.
«Μα αυτές είναι οι πιο τραγικές φιγούρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας»
«Πάλι καλά που το κατάλαβες. Μήπως καταλαβαίνεις και τι άλλο είναι;»
«Είναι πληγωμένες από αυτόν που αγαπούσαν».
«Χα. Εν τέλει δεν με απογοητεύεις στο τέλος. Για άνθρωπος είσαι λίγο έξυπνη.»
«Και τι σχέση έχω εγώ με αυτές; Είναι δυνατόν;»
«Η ίδια το είπες. Μπλέκεσαι με ανθρώπους που σε ζορίζουν, που θες να τους φροντίζεις άνευ όρων Κι έχεις και αυτόν εδώ, το απερίγραπτα δεσποτικό αρσενικό. Μπαίνει στον χώρο μου, με εξοργίζει η θωριά του και η ενέργεια του, που είναι πιο επεκτατική και από τον Χίτλερ».
«Και εγώ που κολλάω σε όλα αυτά;»
«Μα πλέον δεν βλέπεις ούτε το ξεκάθαρο. Ζορίζεσαι, χρυσή μου, σου ξεπερνάει τα όρια, εισβάλλει στον χώρο σου και ενοχλεί τα πάντα, όλα τα κύτταρα του κορμιού σου. Είναι λες και μαζεύεις ενέργεια σαν σουπερ νόβα και αναμένεις την έκρηξη. Γιατί ξέρεις;»
«Φαντάζομαι έχεις την απάντηση»
«Ασφαλώς και την έχω. Έχει έρθει σε αυτόν τον κόσμο για σένα.  Γιατί τον αγαπάς. Και όπως βλέπεις, όλες οι ψυχές σου πληγώθηκαν απ’ αυτόν που αγαπούσαν. Εφτά ζωές πέρασες και μυαλό δεν έβαλες. Ξανά και ξανά, περιμένεις αυτόν τον ένα που θα είναι ο καθοριστικός, ο αμετάκλητος χαμός σου. Είναι η ευκαιρία σου να επανορθώσεις. Άκουσε τες κάτι έχουν να σου πουν».
Ο: Ποτέ μην προσκυνάς.
Α:Ποτέ μην θυσιάζεσαι.
Π: Ποτέ μην περιμένεις.
Δ: Ποτέ μην εμπιστεύεσαι.
Μ: Ποτέ μην λατρεύεις.
Α: Ποτέ μην ακολουθείς.
Δ: Ποτέ μην προσδοκάς.
«Κι εσύ τι κάνεις απ’ όλα αυτά; Τα πάντα. Τις κάλεσα εδώ σήμερα για να σου δώσω την ευκαιρία σου να αλλάξεις. Να συσχετιστείς ουσιαστικά. Να μην μπλέκεσαι με ρήματα που σε διαλύουν. Και θα το κάνεις. Γιατί είναι η τελευταία σου ελπίδα αυτή η ζωή, αυτή η ψυχή. Και θα αλλάξεις, όταν θα αλλάξω. Όταν θα έρχεται στο σπίτι και δεν θα κρύβομαι κάτω απ’ το τραπέζι, όταν δεν θα κρύβεσαι κάτω απ’ τα φανταχτερά λούσα σου και δεν θα τρίβεσαι στα πόδια του, όταν σε κλοτσά.»
«Δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω. Είναι ανίκητος».
«Μωρό μου, η δύναμη του να σε κατασπαράσσει είναι ολότελα δική σου. Δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα, γιατί είσαι φτιαγμένη από χρυσάφι και φως. Είσαι τόσο μπάσταρδη σαν γάτα, που έφτιαξες μια νέα ράτσα ολότελα καθαρόαιμη.»
Οι γάτες σάλεψαν και είπαν ομόφωνα: Είμαστε εσύ. Κι εσύ είσαι εμείς. Όσο αδύναμη κι αν μοιάζεις, έχεις νύχια σουβλερά και ένα μυαλό ακονισμένο. Λύτρωσε μας από τα βάσανα μιας ολόκληρης υστεροφημίας που κουραστήκαμε να κρατάμε. Είσαι η τελευταία μας ευκαιρία.

Ανακάθισε  στην πολυθρόνα και συλλογίζονταν. Η ταύτιση με τις πιο τραγικές φιγούρες της ερωτικής μυθολογίας. Δεν γινόταν αυτό. Όλα της είχαν έρθει όπως ήθελε στη ζωή της. Είχε τα πάντα. Αλλά της έλειπε κάτι. Η ουσιαστική συσχέτιση.
«Έχεις δίκιο» είπε στη γάτα της. «Δεν έχω ανάγκη καμία αιωνιότητα στις στιγμές μου, ανήκω ολότελα κι εγώ στο πεπερασμένο, όπως και οι άνθρωποι της καρδιάς μου. Κι αυτός μπορεί να ‘ναι φτιαγμένος από ελεφαντόδοντο και διαμάντια, αλλά είναι δημιούργημα του Γιαχβε, ολότελα χώμα και φωτιά. Και εγώ δεν ξέρω να φροντίζω το χώμα, μήτε να δαμάζω τη φωτιά. Τα μικρά μου χέρια δεν είναι φτιαγμένα για να κρατάνε μεγάλα κορμιά, μεγάλες ιστορίες, μεγάλα απωθημένα που φυλάει ο καθένας. Κι ότι έκανα πέφτει στο νταβά. Γιατί ανήκει στον κόσμο της μυθοπλασίας κι όχι στον ωμό ρεαλισμό της λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν γίνεται μόνο να προσέχεις, να ραγίζεις πανοπλίες, να φροντίζεις. Όχι για πάντα και όχι για τους πάντες. Να είσαι σίγουρη, θα φύγει. Θα χαθεί κι αυτός στην ίδια μαύρη τρύπα που τον πέταξε στη ζωή μου. Και τότε θα αναγεννηθώ. Θα μπορώ πια, να σώσω τις αδελφές σου, να τις εξιλεώσω για την ευκαιρία που μου έδωσαν: να μην υποκλίνομαι πια. Να μην ρουφάω άλλα δηλητήρια, να μην προσκυνώ ξένες θεότητες, παρά την δικιά μου θνητή ύπαρξη. Έτσι δεν είναι;
»

«Μιάου»