22 Δεκ 2014

Έκλειψη


Πάνος Κατσιαούνης


"Εδώ που μένω δεν υπάρχει ήλιος. Ή τουλάχιστον δεν τον έχω δει εγώ. Κοιμάμαι αργά, ξυπνάω αργά, για μένα η ζωή είναι μέσα στο σκοτάδι. Το νερό είναι πικρό, μυρίζει γρασίδι και χώμα. Το φαγητό δεν έχει γεύση, δεν μπορώ να νιώσω τίποτα. Το αλάτι μου ερεθίζει τον ουρανίσκο, η ζάχαρη είναι αλμυρή, το πιπέρι μοιάζει με λάσπη μέσα στο στόμα μου. Δεν μπορώ να νιώσω τίποτα.

Το μεσημέρι, θυμάμαι, κάποιο μεσημέρι, ένα από τα ελάχιστα που άνοιξα τα μάτια μου, μου προκαλεί θλίψη. Ίσως τότε να είχα αντικρίσει τον ήλιο για πρώτη φορά κι όμως το χρώμα του δεν είναι πορτοκαλί όταν δύει. Είναι μπλε. Ένα νεκρό, ήσυχο, βαθύ μπλε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και ένιωσα το φως του πάνω μου, με πάγωσε λες κι έχωσα το χέρι μου στον πάγο. Ντύθηκα με μια ρόμπα και κράτησα σφιχτά το χέρι μου μέσα στο στέρνο μου. Το κοίταξα λίγο μετά όταν ένιωθα το μούδιασμα να φεύγει. Ήταν μοβ.


Έτρεχα πάνω κάτω στο δωμάτιο για να μη με πιάσει το φως. Κι εκείνο πάντα με έβρισκε. Έμπαινε μέσα μου, με διαπερνούσε, το σώμα μου γινόταν ακτινογραφία, με μαύρες και μπλε σκιές. Ένιωθα μέσα μου το ψύχος να με μουδιάζει. Και στην αρχή μου άρεσε, μετά με έκανε να τρέμω. Και δεν ήθελα να τρέμω. Σε κάθε ακούσια κίνηση του κορμιού μου σκεφτόμουν "γιατί; γιατί το κάνω αυτό; δε θέλω να κινήσω τα χέρια μου, τα πόδια μου τα θέλω λυγισμένα, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω". Όταν ξεκινούσε το τρίξιμο στο στόμα μου ένιωθα ότι θα σπάσουν τα δόντια μου και θα αρχίσω να τα φτύνω σε όλο το δωμάτιο. Κι αν έκοβα τη γλώσσα μου; Αν κατάπινα κομμάτια της; Πνιγόμουν. Ήθελα να σταματήσει.

Όταν τελικά ξυπνούσα στη μέση της ημέρας - της δικής μου μέρας, για σας νύχτα - έπαιρνα βαθιές ανάσες και προσπαθούσα να θυμηθώ πώς το σταμάτησα. Πλέον ο ήλιος - ο δικός μου ήλιος, το δικό σας φεγγάρι - με ηρεμούσε κοιτάζοντας με από ψηλά. Κι ήταν κι εκείνες οι μέρες - οι νύχτες σας - που ο δικός μου ήλιος έλειπε. Κι εκεί έτρεμα. Έβλεπα το σκοτάδι να αργοσβήνει όταν η μέρα μου τέλειωνε κι έλεγα πάλι θα περάσω αυτό το μαρτύριο. Υπομονή και θα περάσει.

Μια μέρα, ο ήλιος μου δεν είχε βγει, έψαχνα μέσα στον κατάμαυρο ουρανό να βρω ένα κομμάτι του να νιώσω λίγο ότι θα γίνουν τα πράγματα λίγο πιο υποφερτά για μένα. Ξεκίνησα τότε να μουτζουρώνω ένα χαρτί λευκό με μαύρη μπογιά. Για να το κάνω έτσι πιο ...φωτεινό. Το τσαλάκωσα και το πέταξα. Το "τικ-τακ" του ρολογιού είχε πιάσει τώρα ένα περίεργο διάλογο μαζί μου. Το κοιτούσα καθώς οι δείκτες διέσχιζαν την επιφάνεια από μαύρη λάκα. Οι αριθμοί, ασημένια ψηφία που συνόδευαν το διάλογο μας με την παρουσία τους. 

Κι ύστερα ήρθε αυτή η μουσική στα αυτιά μου. Ένα βιολί με λίγο πιάνο, μουσική που χτυπούσε τα τύμπανα μου, σιγανά στην αρχή, πιο δυνατά, απότομα άλλαξε ο ρυθμός πιο γρήγορος. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Έκανα να πάρω μια βαθιά αναπνοή να ηρεμήσω και το χτύπημα στα αυτιά μου γινόταν όλο και πιο γρήγορο. Ο ιδρώτας με είχε μουσκέψει ως τις κάλτσες, ανοιγόκλεινα τα μάτια μου μήπως και πιάσω έστω την άκρη από τον ήλιο μου. Τότε το είδα, γκριζωπό και φωτεινό με τους λεκέδες πάνω του. Ηρέμησα κάπως. Είχα καθίσει για μερικά δευτερόλεπτα να μετράω αυτούς τους λεκέδες που ήταν χυμένοι στην επιφάνεια του. 

Κούρνιασα πάλι στο κρεβάτι. Ο ύπνος ήρθε λίγο αργότερα. Τα όνειρα με πήγανε σε άλλα μέρη τώρα, όπου το γρασίδι είναι ροζ και τα σύννεφα κατακόκκινα σαν το αίμα. Θα περάσει σκέφτηκα. Το συνήθισα το σκοτάδι. Θα περάσει έλεγα τώρα από μέσα μου. Ήμουν πλέον ήσυχος κάτω από την κουβέρτα. Θα περάσει... θα περάσει... έτσι γίνεται πάντα. Όλα καλά θα πάνε...

Θα περάσει.

Δεν ξέρω αν θα περάσει."

21 Δεκ 2014

Λογύδριο

Κατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα, Δεκέμβριος 2014

Λογύδριο 


«Έλα κοντά» είπα
«Μη φοβάσαι, ξένε» είπα
«Είμαι οικοδέσποινα καλή» είπα
«Έχω σπίτι ζεστό» είπα

«Θα σε αγαπήσω» είπα
«Θα σου γλείψω τις πληγές» είπα
«Σαν τη γάτα μου θα είσαι» είπα
«Θα σε φροντίσω» είπα

«Ήρεμα πιάσε με» λέω
«Με πονάς» λέω
«Τα νύχια σου με γδέρνουν» λέω
«Τα δόντια σου με κόβουν» λέω

«Πολυλογώ τώρα» λέω
«Σε κουράζω» λέω
 «Τι λάθος κάνω» λέω
«Είμαι εγώ, μάλλον» λέω

Μίλησα πολύ
Κι εσύ δεν άκουγες

17 Δεκ 2014

Ύστατη θυσία

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Δεκέμβριος 2014

Ύστατη θυσία

Τώρα, Φύγε
Κούμπωσε το πουκάμισό σου
Θα παγώσεις
Δεν ξέρεις από κρύο

Αξυμέρωτα, Φύγε
Χάσου στην ομίχλη
Το δρόμο κοίτα
Τρέχουν τ' αμάξια

Γρήγορα, Φύγε
Άντε να σε δω
Μη τρέχεις 
Βιαστικά περπάτα

Μόνος, Φύγε
Δεν θα σε βρω
Πρόσεχε σου λέω
Δεν θα σε σώσω

Διάολε, Φύγε
Σ’ αγαπώ
Πάρε δρόμο
Μην κοιτάς πίσω

Για μένα, Φύγε
Όχι στον Παράδεισο
Ειν’ ο Θεός εκεί
Διώξ’ τον

Κι έλα μαζί μου.














1 Δεκ 2014

Το θρύψαλο που έλειπε


Πάνος Κατσιαούνης


Εκείνο το βράδυ είχε πέσει από νωρίς στο κρεβάτι. Δεν νύσταζε, απλά δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Σκέφτηκε να αποκοιμηθεί με την τηλεόραση ανοιχτή αλλά τέτοια ώρα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον πρόγραμμα. Η τηλεόραση τον κούραζε πλέον. Πολλές πληροφορίες, οι περισσότερες άχρηστες κι εκείνος ήθελε απλά να απομονωθεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο αγκαλιά με το μαξιλάρι του.

Ήταν λίγα λεπτά αργότερα κι ενώ είχε στριφογυρίσει αρκετές φορές στο κρεβάτι, όταν το μυαλό του έμπαινε πάλι σε εκείνους τους σκοτεινούς διαδρόμους της σκέψης, της δημιουργίας και της φαντασίας. Πάντα αισθανόταν ότι μέσα στο κεφάλι του, μια μικρή περιοχή από δαιδαλώδεις διακλαδώσεις διαδρόμων σε ένα σχηματισμό λαβύρινθου αντιπροσώπευε απόλυτα το μυαλό του και τη διαδικασία της δημιουργίας των εικόνων. Σκοτεινές γωνιές, ίσα που φαίνονταν οι γκριζωπές πόρτες από τα δωμάτια της μνήμης και της φαντασίας, ένα πάτωμα καλυμμένο με γκρι μοκέτα, λερωμένη σε διάφορα σημεία, τοίχοι από μπετόν που δεν είχαν καλυφθεί ακόμη με σοβά. Άνοιγε κάθε τόσο κάποια πόρτα, χωρίς να ξέρει τι θα συναντούσε μέσα. Εδώ και ένα μήνα όμως όλες οι πόρτες άνοιγαν γρήγορα, απότομα, απελπισμένα για να καταλήξουν σε έναν άλλο, μικρότερο λαβύρινθο. Είχε πλέον κουραστεί.


Το μυαλό του δεν κατέβαζε ιδέες. Το τέλος του ήταν η αρχή του. Ένας κύκλος σαθρός και βαρετός. Κανένα ενδιαφέρον. Οι φίλοι του έλεγαν να παρατήσει το γράψιμο και να βγει έξω, να ερωτευτεί, να γνωρίσει κόσμο. “Ποιος ερωτεύεται πλέον;” έλεγε με παράπονο στο γάτο του, πιο πολύ όμως για να τα ακούσει ο ίδιος και να καθησυχάσει την αγανάκτησή του από τη μιζέρια. Είχε καιρό να νιώσει κάτι μέσα του. Ο γάτος του ερχόταν πολλές φορές και γουργούριζε στη θέση της καρδιάς του. Έβγαζε έναν ήχο προειδοποιητικό, σαν συναγερμό, σαν να ήθελε να του πει “Δεν χτυπάει. Δεν ακούω τίποτα.”.

Εκείνο το βράδυ αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα στο δωμάτιο μιας παλιάς ιστορίας που είχε σκεφτεί να γράψει σε βιβλίο. Μια κλασσική ιστορία αγάπης που τον είχε ενθουσιάσει όταν την έγραφε τότε στην Αυστρία. Πλέον δεν την πίστευε. Θυμόταν ότι χάζευε τις χιονισμένες κορφές των βουνών από το παράθυρο του σπιτιού του, καθώς δύο νεαροί διέσχιζαν την παιδική χαρά που βρισκόταν μπροστά του. Το χιόνι αγνό και άπατο, λευκό, απέραντο, δεν τον άφηνε να φοβάται τίποτα. Από τότε είχε να δει χιόνι. Στην Αθήνα είχε πλέον καταντήσει σπάνιο φαινόμενο.


Ακόμη και το παραμικρό τον έκανε να νοσταλγεί τη ζωή του εκεί. Είχε αποφασίσει να μην αναφέρει ξανά τίποτα και σε κανέναν για εκείνη την περίοδο της ζωής του κι όμως ακόμη και τώρα έπιανε μικροπράγματα και λεπτομέρειες να του θυμίζουν πόσο λάθος έκανε που επέστρεψε πίσω.

“Αυτοί οι άνθρωποι ερωτεύτηκαν κι έζησαν για λίγο σε μια ξένη χώρα. Σίγουρα θα γινόταν καλύτερα ταινία κι όχι βιβλίο, τι λες;” είπε στο γάτο του καθώς εκείνος έπαιρνε τη θέση του δίπλα στο χέρι του.

“Κι αν γυριζόταν εκεί, στο Λίντζ σε εκείνο το τοπικό καφέ με τις τέντες και το πλακόστρωτο...” είπε και ξαφνικά το βλέμμα του άδειασε μονομιάς. Ήξερε ότι μια άλλη πόρτα είχε μόλις ανοίξει μια ξύλινη, στο χρώμα της κερασιάς με βιτρό και σκαλισμένα στολίδια περιμετρικά. Κι όμως το γυάλινο μέρος της πόρτας δεν τον άφηνε να δει μέσα.

Εκείνο το καφέ έτυχε εκείνο το βράδυ να γίνει η αφορμή να ξεχυθούν από μέσα του όλα αυτά που νόμιζε μέχρι κι ο ίδιος ότι είχε ξεχάσει. Το μυαλό του τώρα πήγαινε αντίστροφα το φιλμ στη μηχανή προβολής των αναμνήσεων. Ένας αχνιστός καφές μπροστά στα χέρια του, ο κόσμος που καθόταν δίπλα του, η εικόνα είναι κάπως θολή, δεν είναι μόνος του. Δίπλα του ένα χέρι τον αγγίζει αλλά δεν το βλέπει. Το αισθάνεται. Άρχισε να αναρωτιέται την προέλευση αυτού του ατόμου. Ήταν άντρας ή γυναίκα; Τον ήξερε ή ήταν άγνωστη; Αναπάντητα ερωτήματα που δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να αναλογιστεί πόσο μακριά βρισκόταν από την πραγματικότητα.

“Ίσως το φαντάστηκα...” είπε από μέσα του και έτσι εξήγησε τις θολές εικόνες. Δεν ήταν ανάμνηση. Ήταν κάτι που είχε σκεφτεί για το βιβλίο του. Και πάλι έλεγε ψέμματα στον εαυτό του. Δεν ήταν μια απλή εικονική πραγματικότητα που ήθελε να ζήσει ο ήρωας του βιβλίου του. Ήταν η φαντασίωση που είχε κάνει στο μυαλό του λίγες ώρες πριν όταν εκείνη, ο πρώτος του έρωτας, του είχε πει “έρχομαι” σε εκείνο το τηλεφώνημα των πέντε λεπτών.

Ο τελευταίος του έρωτας. Ένιωσε μια τρομερή ντροπή απέναντι στον εαυτό του καθώς αναλογιζόταν ότι για άλλη μια φορά γινόταν υπερβολικός και δραματολάγνος. Έρωτας; Τελευταίος; Ήξερε πάντα να διαλέγει λέξεις που ακόμη και τον ίδιο θα τον έκαναν να συγκινηθεί στη θέα τους. Ο τελευταίος άνθρωπος, ο πιο πρόσφατος, παρόλο που είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια. Και δεν ήταν ερωτευμένος. Ίσως και να ήταν. Δεν ήξερε τι να πει στον εαυτό του. Είχε υποσχεθεί ότι σε αυτόν θα ήταν τουλάχιστον ειλικρινής. Αλλά έρωτας; Ναι. Όχι. Και οι δύο απαντήσεις φαίνονταν ψεύτικες. Η πρώτη τον έκανε αφελή. Η δεύτερη εγωιστή. Πάντως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος για τον οποίο ένιωθε πράγματα που τον τρόμαζαν. Δυνατά, παρορμητικά, καταστροφικά, ζεστά, πράγματα που τον κρατούσαν ζωντανό. Πράγματα που ήξερε ότι ήθελε να νιώθει χωρίς να τον νοιάζει αν υπήρχε νόημα.

Και τώρα ήταν πάλι άδειος. Το μυαλό του στριφογυρνούσε ανάποδα και έπαιζε όλη την ταινία της ζωής του αποσπασματικά. Τώρα περπατάνε μαζί δίπλα δίπλα κι εκείνος ψάχνει το καφέ, εκείνη νευριασμένη τσεκάρει το μακιγιάζ της στον ήλιο. Λίγο πιο πριν εκείνος της χαμογελούσε αμήχανα όταν εκείνη του έκανε περιπαιχτικά παρατήρηση ότι δεν προσφέρθηκε να κουβαλήσει τη βαλίτσα της. Και λίγο πιο πριν περιμένανε μαζί το τραμ, για να τους πάει στην πλατεία της πόλης. Αντάλλασσαν ματιές όλο υπόσχεση.

Ανασηκώθηκε για λίγο από το κρεβάτι ταράζοντας την ηρεμία του γάτου του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια δυο τρεις φορές σαν να ήθελε να διώξει την εικόνα από τα μάτια του.

Καθόταν τώρα σε ένα από τα γκρι δωμάτια του μυαλού του και κοιτούσε στον τοίχο να σχηματίζεται μια πόρτα μπροστά του. Την έσπρωξε με το χέρι για να βγει σέρνοντας τα πόδια του στο σταθμό των τρένων. Ήταν η μέρα που είχε φτάσει. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και χαμογέλασαν ταυτόχρονα σαν να είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία από πριν. Κι αυτό το κάψιμο το ένιωθε πάλι τώρα, που ήταν στο κρεβάτι του με το γάτο του στα πόδια του. Έπιασε τον εαυτό να χαμογελάει και το σβέρκο του να παγώνει όσο η ώρα περνούσε. Ήταν χαρούμενος λες και ζούσε πάλι εκείνη τη στιγμή. Ήταν τρομοκρατημένος, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε θάψει τόσο καλά αυτή την ανάμνηση.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έστριψε δυο τσιγάρα. “Πάει πέρασε” είπε στο γάτο του λες κι εκείνος είχε ζήσει μαζί του όλο αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Του έλειπε. Εκείνη, το πώς ένιωθε τότε, η Αυστρία, το κρύο, η έμπνευση. Ήταν αλλιώς. Ακόμη κι αν κατά καιρούς το κρεβάτι του δε γέμιζε μόνο από την ύπαρξη του γάτου του, ακόμη κι αν η Αθήνα έμοιαζε πολύ στο Λιντζ στα μέσα του Δεκέμβρη (άλλες φορές με περισσότερη κι άλλες με λιγότερη προσπάθεια) ακόμη κι αν κατάφερνε κάπου-κάπου να γράψει πέντε λέξεις χωρίς να νιώθει ναυτία για την ανυπαρξία του ταλέντου του, πάντα ένιωθε ένα κομματάκι από μέσα του να λείπει. Λες και η ψυχή του, γυάλινη, είχε ραγίσει σε μικρά κομμάτια που κρατιόντουσαν ακόμη καλά κολλημένα μεταξύ τους. Όλα εκτός από ένα θρύψαλο, ένα τόσο δα κομματάκι στο πλάτος μιας καρφίτσας. Είχε πέσει κι είχε χαθεί από μπροστά του. Ίσως πάλι κάποιο χέρι το πήρε και το έκρυψε μακριά, όπως την εκείνη την ανάμνηση, σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο.

Ανάσαινε τώρα πιο αργά. Ηρέμησε, αλλά δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Ούτε τα δύο επόμενα. Κατά διαστήματα σκεφτόταν πώς θα ήταν τα πράγματα στη ζωή του αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Λίγο μελαγχολικός, απελπιστικά ρομαντικός και κολλημένος στο παρελθόν συνέχισε να ζει τη ζωή του. Ψάχνοντας εκείνο το τόσο δα θρυψαλάκι που έλειπε. Κι η καρδιά του δεν θα σταματούσε να το αναζητά ποτέ.



30 Νοε 2014

Ψιχάλες Μοναξιάς

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Απρίλιος 2012

Ψιχάλες μοναξιάς

Ημέρα κρύα.
Άνθρωποι μονάχοι με παγωμένες ψυχές.

"Βρέχει απόψε μοναξιά" αναφώνησε ένας φίλος.
"Έλα σ εμένα να κρυφτείς" απάντησα δίχως σκέψη.
Και κλείστικα στο σπίτι μ' ενα κρίμα στο λαιμό.
Όντως ζητούσε ο φίλος θαλπωρή
ή άσκοπα θυσ'ιασα τη δική μου μοναξιά;


Κι ο χρόνος κυλάει αμίληκτος.
Διαδέχεται τους μήνες, χαιρετά τις εποχές
 μα οι άνθρωποι μονάχοι παραμένουν
Άδειες οι καρδιές τους και βολεύονται.
Άχρωμες, άοσμες και αμελιταίες.
Μα γιατί να ναι έτσι απόρησα.
 Η βροχή θα φταίει σκέφτηκα
 ή η μοίρα των βασανισμένων αγωνιστών
που δεν δίστασαν να κατακτήσουν και να κατακτηθούν,
να νικήσουν και μετά να χαθούν.
 να πολεμήσουν αλλά να λησμονηθούν.

Προσπάθησα να καταλάβω γιατί τόση μοναξιά.
Οι καιροί, λένε, φταίνε κι η δουλειά.
Κι ο κόσμος όλος μια επιφάνεια.
 Απόμαχοι, μαχόμενοι και παρατημένοι
ερημικά πουλιά με αποδημητικές σκέψεις
Αλλά ο νόστος μακρινός φαντάζει
Για τα κέρινα φτερά τους.

Κάθε άνθρωπος με μια ιστορία.
Που έχει τη μοναξιά για κεντρικό άξωνα.
Αλλα την αγάπη και τον έρωτα για θεματολογία.




16 Νοε 2014

Το τελευταίο ταξίδι του Μάρκο Πόλο

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Νοέμβριος 2014 

Το τελευταίο ταξίδι του Μάρκο Πόλο

O γάτος ξεγλίστρησε από το παραθυράκι της βεράντας για τον βραδινό του περίπατο. Κάθε βράδυ έφευγε στις  δέκα και γυρνούσε ξημερώματα, ο ξενύχτης. Η συγκάτοικος του, γιατί οι γάτες δεν έχουν αφεντικά, τον χάζευε να φεύγει ρεμβάζοντας στον καναπέ και πίνοντας.
Ο κτύπος της πόρτας ανατάραξε την ησυχία του μικρού φοιτητικού σπιτιού της. Ήπιε μονορούφι το κρασί της και άνοιξε την πόρτα στον καλεσμένο της. Το ίδιο όμορφος, το ίδιο αρρενωπός, έτσι όπως μόνο όλοι οι σπουδαίοι άνδρες μπορούν να είναι. Ύστερα από τρία χρόνια γνωριμίας, ήταν λες και δεν τον είχε αγγίξει ο χρόνος. Σαν να πάγωσε το ρολόι του στα τριάντα. Τώρα πλέον, έχοντας συμπληρώσει σαράντα Απριλίους, το μόνο που τον χαρακτήριζε ήταν ένα ελαφρύ γκριζάρισμα στους κροτάφους, γεγονός που τον έκανε ακαταμάχητα γοητευτικό. Επικίνδυνη. Ναι, αυτή είναι η λέξη που περιγράφει την ομορφιά του.
Αφού αντάλλαξαν τα νέα τους, πέρασε η ώρα κι οι χρυσοί δείκτες του ρολογιού της έδειχναν μία.
«Μα που είναι ο περίφημος γάτος σου;» ρώτησε περιπαικτικά.
«Ο Μάρκο Πόλο τέτοιες ώρες λείπει, βγαίνει έξω κι ερωτεύεται. Λυπάμαι που δεν θα τον γνωρίσεις, είναι ο σύντροφος και φίλος μου. Αυτός μου παίρνει όλη την κούραση της ημέρας με τα χάδια και τους ήχους του. Και πάντα τρέμω πως θα μου γυρίσει. Είναι πολύ καλός και γλυκός, ποιος ξέρει με τι θηρία τα βάζει για μια Ελένη.» απάντησε, χαμογελώντας αμήχανα.
«Έλα μην ανησυχείς» της είπε και της χάιδεψε τρυφερά το χέρι. Εκείνο το βράδυ ήταν εκθαμβωτική. Πέρασε διακριτικά το χέρι του στα μαλλιά της, πιάνοντας τα απαλά. Λάτρευε το σκούρο μαύρο τους χρώμα και τις καλοσχηματισμένες τους μπούκλες. Συγκεκριμένα, ήθελε τόσο πολύ να πλέξει τα δάχτυλα του ανάμεσα τους, κι όχι έτσι όπως κάνουν τα παιδιά στον ύπνο τους. Αλλά έτσι όπως κάνουν οι εραστές τις στιγμές της κορύφωσης τους. Θα ήθελε πολύ να την αγγίξει παραπάνω, μα αυτός κουβαλούσε μέσα του μια Άνοιξη σαράντα χρόνων, κι αυτή μόλις που μπορούσε να ταξιδέψει μόνη κι ασυνόδευτη. Τον ερέθιζε όμως η ιδέα, ότι, τον νοιάζονταν, τον έβλεπε όμορφο και δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Γρήγορα όμως, οι σκέψεις σβήνονταν, αποδημούσαν, σαν τα χρόνια που έφυγαν.
«Ξέρεις, ξαφνιάστηκα όταν αποδέχτηκες την πρόσκληση μου. Νόμιζα ότι δεν σε ενδιέφερε πια το να συζητάς μαζί μου» είπε εκείνη, χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
Την αγκάλιασε γελώντας. Έτσι της έδειχνε πως την νοιάζονταν, κι ας μην της το έλεγε ποτέ. Σήκωσε τα μάτια της και ήταν σαν να έβγαζε τα ρούχα της. Σαν να μην είχε πια σάρκα, να μην ήταν άνθρωπος με ηλικία, όνομα, επάγγελμα. Ήταν εκεί, και τον κοιτούσε με τα μεγάλα καταπράσινα μάτια της, σαν να του έλεγε: Μείνε, μην φύγεις σήμερα. Δεν ήξερε αν θα ήταν ποτέ δικός της, για μια στιγμή, για ώρες ή χρόνια. Αλλά δεν την ένοιαζε, να περιμένει. Δύσκολα εγκαταλείπει ο ερωτευμένος το απαύγασμα της αγάπης του, ακόμα και δεν μπορεί να το αγγίξει. Αλλά έτσι είναι όλες οι καταδικασμένες σχέσεις. Ο έρωτας είναι μονόπλευρος, μόνο ο πόθος μοιράζεται. Για αυτό και παραμένουν τρυφερές. Λες κι ένα γιγάντιο πλαφόν έχει πέσει και ορίζει τα αγγίγματα, τα χάδια, τις νύκτες.
« Ξέρω ότι με νοιάζεσαι αλλά σου αρέσω κι όλας, κάνω λάθος; Ξέρεις τι νιώθω για σένα πολύ καλά, σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, μην το αρνηθείς» είπε επιτακτικά, καθώς τον άφηνε από την αγκαλιά της.
«Αυτό που λες δεν έχει καμία σημασία. Σαφώς σε βρίσκω όμορφη, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό» είπε ελαφρώς ταραγμένος, μα απόλυτος, για να βγει από την δύσκολη θέση.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και με ένα γρήγορο σάλτο τον φιλάει καθώς ανέβηκε στα πόδια του. Του κρατούσε τα χέρια, να τον ηρεμήσει. Μα εκείνος δεν αντέδρασε. Ήταν εξοργισμένος και αναμμένος ταυτόχρονα. Πρώτη φορά λειτούργησε τόσο παθητικά, είχε μάθει να είναι ο κυνηγός.  Δεν άργησαν να προχωρήσουν στην κρεβατοκάμαρα. Ορμητικός και απειλητικός, αποφασισμένος να συνθλίψει κάθε σπιθαμή του σώματος της. Δεν ερωτεύονταν ποτέ τις ερωμένες του. Δεν του άρεσε να χάνει τον έλεγχο. Μα όσο την άγγιζε άρχισε να τρέμει. Το βλέμμα του γίνονταν καθάριο, έχανε το μυστυριό του, λες και ήταν η πρώτη του φορά. Κοίταζε στα μάτια της κι έβλεπε όλα όσα δεν τόλμησε ποτέ ο ίδιος να νιώσει.
« Καταλαβαίνεις ότι δεν θα ξαναβρεθούμε εμείς οι δυο έτσι; σχολίασε λίγο πριν ξεκινήσει η διονυσιακή τους τελετή.
« Εσύ αποφασίζεις. Άφησε, λοιπόν, το αρωμά σου πάνω μου, απίθωσε κάθε νεκρό σου κύτταρο τα σεντόνια μου. »
 Έξω από το σπίτι επικρατούσε κρύο, αέρας και βροχή. Σ' αντίθεση, με τις φλόγες των εραστών που ζέσταιναν το σπίτι. Κι αφού η οικοδέσποινα αποκοιμήθηκε, νικήτρια εστεμμένη, ερήμωσε το σπίτι. Κι ο γάτος δεν επέστρεψε εκείνο το βράδυ. Είχε ξεχάσει να ανοίξει του πορτάκι του και ο καημένος, κρύωνε πολύ, χώθηκε στις ρόδες του πρώτου αμαξιού που βρήκε και αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα, ξύπνησε ταραγμένη από τον ύπνο της, συνειδητοποιώντας ότι ο Μάρκο Πόλο δεν κοιμόταν δίπλα της. Ξεχύθηκε αγουροξυπνημένη στους δρόμους και την πέτυχε ο φούρναρης της γειτονιάς. Του εξηγεί πως είχε η κατάσταση.
«Τον είδα χθες το βράδυ νομίζω, δίπλα από εκείνο το σπίτι με τις μπουκαμβίλιες, πάνω σε ένα αμάξι. Και κατά τα χαράματα που έβγαζα τις πρώτες φουρνιές είδα έναν  κύριο να τρέχει, να βάζει μπρος και να μαρσάρει ξεκινώντας» της είπε.
Έτρεξε και βρήκε τον χρυσαφένιο γάτο της να είναι νεκρός.  Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε και ποιανού το αμάξι ήταν παρκαρισμένο σε εκείνη την θέση. Της είχε πει ότι πάρκαρε σε εκείνο το σημείο, γιατί όλες οι άλλες θέσεις ήταν πιασμένες. Πανικοβλημένος, λοιπόν, από την όλη βραδιά, έφυγε βιαστικός από το σπίτι της. Σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό, από τις σκέψεις, τα λόγια, τα αισθήματα που αντάλλαξαν εκπνέοντας βαριά ο ένας στον λαιμό του άλλου. Ήταν λες και οι μαυροφορεμένες μοίρες τον ακολουθούσαν σαν σκιά από πίσω του και περίμεναν να τον τιμωρήσουν. Τρέχοντας, χώθηκε στο αμάξι του και έβαλε μπρός, ξεκινώντας με ορμή. 
Θρήνησε για μήνες τον σύντροφο της. Πλέον ήξερε ότι ο Μάρκο Πόλο της, ο μικρός της εξερευνητής είχε φύγει για το μεγαλύτερο ταξίδι του χωρίς επιστροφή. Ούτε τον εραστή της είδε ξανά, παρά μονάχα μια φορά τυχαία σε ένα ξεχασμένο κυριλέ μπαράκι, να συνοδεύει μια όμορφη νεαρή. Σταμάτησε, να σκέφτεται και τους δύο αγαπημένους, όταν μια μέρα ξέθαψε τα εφηβικά της στιχάκια: «Κι είναι καταδικασμένοι να πληρώσουν με ό,τι αγαπούν όσοι τις μοίρες  ξεγελάνε, όσοι τον χρόνο εξαπατούν με απώλειες ζωντανές τις χαρές τους τις μετράνε».


14 Νοε 2014

Ένα τσιγάρο μόνο


Πάνος Κατσιαούνης


Βάζω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Τραβάω εικόνες, σκόρπιες, από το πίσω μέρος του μυαλού. Άλλες θολές, άλλες ασπρόμαυρες, άλλες σπασμένες σε κομμάτια, σαν να ήθελα να ξεχάσω πολλά και παρόλα αυτά κάτι έμεινε πίσω! Κοιτάζω μπροστά μου το άδειο χαρτί κι ανυπομονώ να σε δω να διαβάζεις όλα όσα δεν κατάφερα ποτέ να σου πω...


Πίνω και παίρνω ένα τσιγάρο από το πακέτο. Το ανάβω κι ο καπνός φυσάει τις μισοσκισμένες φωτογραφίες που απέμειναν πίσω. Τι ήθελα να σου πω; Ρουφάω τον καπνό για να μπορέσω να αντλήσω τη δύναμη να στο πω... αν και δεν ξέρω τι είναι αυτό. Παίζω το τσιγάρο στο χέρι μου και φτιάχνω την ατμόσφαιρα της πρώτης μας συνάντησης. Μου είπες "γεια" και χαμογέλασες, κι αμέσως αισθάνθηκα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να σε απολαύσω. Η ζέστη σου με κύκλωσε και τώρα στο γκρίζο καπνό βλέπω το πρόσωπό σου. Μου έλειψες! Αυτό θέλω να πω, αυτό κι ότι σε θέλω. Και πώς μπορώ να στο εξηγήσω ότι σε θέλω;

Νιώθω το άρωμα σου να μου γαργαλάει ευχάριστα τη μύτη, και πεθαίνω κάθε φορά που αυτή η μυρωδιά με πλησιάζει. Πυρώνω σαν την καύτρα από το τσιγάρο, που έφτασε κιόλας στα μισά. Φυσώ τον καπνό με μανία, σαν τον αέρα που είχε τότε, δίπλα στη θάλασσα. Το πρώτο φιλί... και χάθηκα για 3 δεύτερα από το πρόσωπο της γης. Τι να πεις; Ίσως κανείς δεν με ήθελε... γι αυτό και χάθηκα! Σε ξαναφίλησα, και πάλι, και πάλι και πάλι, και τόση ώρα πέρασε που ο κόσμος έγινε μικρός όπως τα βότσαλα στα πόδια σου. Το θυμάμαι. Λουσμένος στη μυρωδιά σου, έπαιζα κρυφτό με τις λέξεις για να μην σου πω ό,τι σκέφτομαι και σε τρομάξω.... Κι έπειτα έφυγα!

Και πάλι ένιωθα κάτι περίεργο στα χείλη. Και το άρωμα σου άρχισε να χάνεται...δεν το άντεχα! Κι όμως δε σε ξέχασα! Πήρα κάτι από σένα εκείνο το πρωινό, δε σε ξέχασα! Ίσως κάποια στιγμή το κάνω, αλλά όχι τώρα... Ίσως όταν θα είμαι πολύ μεγάλος για να μπορέσω να νιώσω όσα θα πρεπε...

Ζηλεύω τους δυστυχισμένους, που κλαίνε γιατί δεν έχουν αυτό που θέλουν... είμαι ένας από αυτούς τώρα... μέθυσα κι έκλαψα την ίδια στιγμή! Και το τσιγάρο τελειώνει. Και φυσώ για τελευταία φορά. Όσο κάνει να βγει ο καπνός από μέσα μου, τόσο να μείνεις για πάντα στην ψυχή μου...

13 Νοε 2014

O κρυφός εραστής


Πάνος Κατσιαούνης



“Μείνε” της είπε καθώς εκείνη άρχισε να ντύνεται βιαστικά, καθισμένη στο κρεβάτι δίπλα του. Έκπληκτη τον κοίταξε στα μάτια, ένα γρήγορο βλέμμα που πέρασε πάλι στο μαύρο της φόρεμα εκείνο με τα κρόσσια. Τα σιχαινόταν κάθε φορά που τα άγγιζε, αλλά ήταν η στολή που φορούσε κάθε τόσο στις παρουσιάσεις της στους πελάτες.

“Δεν έχω χρόνο” του είπε και σηκώθηκε προσπαθώντας να κλείσει το φερμουάρ πίσω στην πλάτη της. Εκείνος δεν έκανε κίνηση να τη βοηθήσει. Έτσι έδειχνε ότι ήθελε να την κρατήσει λίγο παραπάνω στο δωμάτιο.

“Δέκα λεπτά, πέντε...τι νόημα έχουν πέντε λεπτά;” τη ρώτησε με αυτό το βλέμμα που ήξερε ότι λιώνει τους πάγους και της πιο ψυχρής καρδιάς. Γιατί τέτοια ήταν κι η δική της. “Τι σε έπιασε τώρα;” είπε αδιάφορα καθώς στερέωνε τα μαλλιά της ψηλά ενώ το ένα της χέρι ήταν ήδη στην τσάντα της, ψάχνοντας το κραγιόν της για να ανανεώσει το μακιγιάζ της.

“Αύριο θα ξαναβρεθούμε. Ξέρω ότι δεν ήταν στο πρόγραμμα, είχαμε πει μόνο μια φορά την εβδομάδα αλλά έχω έναν σημαντικό πελάτη και χρειάζομαι υποστήριξη. Σε πειράζει; Το ξέρω ότι έχεις το πρόγραμμα σου και είχαμε πει...” σταμάτησε για λίγο όταν αντιλήφθηκε ότι το βλέμμα του δεν ήταν πλέον πάνω της. Εκείνος εκμεταλλεύτηκε γρήγορα την παύση της και εκπνέοντας, ξάπλωσε στο κρεβάτι. “Δεν έχω πρόβλημα να βρισκόμαστε και κάθε μέρα” της είπε με παράπονο αφήνοντας να εννοηθεί ότι εκείνη είχε κανονίσει το πρόγραμμα και των δύο. “Εγώ είμαι μόνο για λίγο. Σωστά;” της είπε. Εκείνη σταμάτησε για δευτερόλεπτα να σκέφτεται την παρουσίαση, το γραφείο, τους υπαλλήλους της, αλλά συνέχισε να ετοιμάζεται χωρίς να αφήσει να φανεί ότι έχασε την αυτοσυγκέντρωση της.

“Λοιπόν, πάω. Το δωμάτιο το έχω πληρώσει...”

“Όπως πάντα” τη διέκοψε.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, κρατώντας αυτό το υποκριτικό χαμόγελο που καρφίτσωνε και στις παρουσιάσεις της κι έπειτα παίρνοντας την τσάντα και το παλτό της έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έτσι, χωρίς κανένα φιλί αποχαιρετισμού. Χωρίς υποσχέσεις και ευχές για καλή επιτυχία. Και δεν ήταν ότι αυτός δεν ήθελε να τα πει. Εκείνη είχε πει ότι δε θέλει να τα ακούει. 

Η σχέση τους εδώ και τρία χρόνια ήταν τυπική σε αυτό το κομμάτι. Εκτός από τις ώρες που περνούσαν στο κρεβάτι κάνοντας σεξ και ανταλλάσσοντας βρώμικες κουβέντες που βασίζονταν μόνο πάνω στις ορμές τους, όλα τα άλλα ήταν τυπικά. Σαν δύο ξένοι. Μια συμφωνία που είχε σαν όρους το σεξ και την τήρηση μυστικών. Των δικών της μυστικών, όταν κατά καιρούς την έπιανε αυτή η ανεξέλεγκτη μελαγχολία που οδηγούσε σε φρικτές σκέψεις αυτοκτονίας ή ακόμη και δολοφονίας. Δεν άντεχε της ζωή της έτσι όπως την είχε φτιάξει. Μόνο μαζί του ήταν λίγο περισσότερο αληθινή.

Άνοιξε την πόρτα του γυάλινου γραφείου της κι άφησε τα πράγματα της στον δερμάτινο καναπέ δίπλα στην πόρτα. Έκατσε στην πολυθρόνα της παραιτημένη και κάθε τόσο ερχόταν στο μυαλό της η εικόνα του, έτσι όπως τον είχε αφήσει πριν λίγο, ημίγυμνο και νωχελικό στο κρεβάτι με κλειστά μάτια κι ένα μειδίαμα αμυδρό, ανεξήγητο και καθησυχαστικό. “Μ' αγαπάει...”. Μια αδιάφορη σκέψη που πέρασε από το μυαλό της αλλά κοντοστάθηκε τόσο όσο το βλέμμα της να πέσει στην κορνίζα του συζύγου της. Λες και το σύμπαν εκείνη τη στιγμή της έδινε περιπαιχτικά έναν λόγο για να σιχαίνεται τη ζωή της.

Είχε πάρει τώρα το δρόμο της επιστροφής. Το σπίτι της ήταν αρκετά μακριά από τη δουλειά της. Η απόσταση για μια φορά της έδωσε το χρόνο να μιλήσει λίγο με τον εαυτό της. Αυτό δεν το έκανε πότε. Ένα κάψιμο στο στομάχι, ένα άδειο συναίσθημα κι η εικόνα του στο κρεβάτι. Αυτό το βλέμμα που την είχε ζεστάνει μέσα της έστω και για λίγα δεύτερα.

“Γιατί δεν τον χωρίζεις να τελειώνουμε;”

Θυμόταν τώρα εκείνο το σκηνικό στο εξοχικό της, που είχαν βρεθεί πριν κάνα δυο μήνες οι δυο τους. Μια έκτακτη συνάντηση. Εκείνη το είχε ζητήσει. Είχε μόλις μάθει ότι ο σύζυγος της είχε σχέσεις με τη γραμματέα του. Αρχικά προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. “Το ίδιο κάνουμε και οι δυο, γιατί να του ρίξω το φταίξιμο;” αλλά ήξερε ότι κάτι άλλο την έτρωγε περισσότερο. Αυτό το συναίσθημα αδικίας που την έκανε να κλαίει από τα νεύρα της, ότι αυτός ήταν ευχαριστημένος ενώ εκείνη όχι. Αυτός έκανε ό,τι ήθελε, είχε γυναίκα, σπίτι και δουλειά, τώρα είχε και ερωμένη που τον ικανοποιούσε πολύ περισσότερο από την ίδια. Κι ήταν καλά. Χαμογελούσε σαν ηλίθιος όταν ξεστόμιζε απερίσκεπτα τη μία δικαιολογία μετά την άλλη, μόνο και μόνο για να φανεί ανώτερος. “Το έκανα και δεν το κατάλαβε” σκεφτόταν αυτός. Όμως εκείνη το ήξερε, κι αυτό και πολλά άλλα. Δεν μίλησε ποτέ. Τα κράταγε όλα μέσα της, με το χάρτινο χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπο της, έδειχνε περήφανη για τον άνθρωπο που παντρεύτηκε. Και μέχρι ενός σημείου δεν την ένοιαζε. Το να δείχνει ερωτευμένη δεν μπορούσε, όσο κι αν το πίεζε. Αλλά αυτά δεν τα ήξερε κανείς. Μόνο ο κρυφός της εραστής.

“Έχεις επιλογές και τις πετάς!” της είχε πει εκείνος. Αν επέλεγε σωστά ίσως τώρα να ήταν αλλιώς. Τώρα το σκεφτόταν περισσότερο. Πάλι όμως αυτή της η σκέψη επισκιάστηκε στα δευτερόλεπτα.

“Όταν έχεις κάποιον που φοβάσαι δίπλα σου, ξέρεις ότι ποτέ δε θα τολμήσει να σου κάνει κακό” συνέχιζε να λέει στον εαυτό της. Τον είχε πείσει. 

Μπήκε στο σπίτι της αγανακτισμένη, αλλά δεν ήταν κανείς. Τράβηξε την τσάντα της από τον ώμο και άρχισε να ψάχνει το κινητό της. Του έστειλε μήνυμα.

“Θέλω να σε δω. Θα χωρίσω.”

Για μερικά δευτερόλεπτα μετάνιωσε για το μήνυμα. Μια βεβιασμένη απόφαση που θα μπορούσε να της κοστίσει πολλά. Η απάντηση του της διέλυσε κάθε αμφιβολία.

“Πάνε οι κωδικές λέξεις και τα νούμερα; Πες μου πότε!”

Χαμογέλασε. Τον φανταζόταν τώρα με αυτό το αφελές βλέμμα λες και ήταν μαθητής λυκείου που δεν καταλάβαινε την Άλγεβρα. Έτσι αντέδρασε και τότε που του είχε εξηγήσει τον κώδικα επικοινωνίας τους. 003 σήμαινε συνάντηση, 002 ήταν η ώρα και 005 ήταν το ξενοδοχείο. Οποιοσδήποτε αριθμός ή γράμμα μετά από αυτούς δήλωνε την ακριβή ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου και τον αριθμό του δωματίου. Τα είχε σκεφτεί όλα για να μη μάθει κανείς τον κρυφό εραστή της. Τώρα όμως δε χρειαζόταν να κρύβεται πια.

Μετά από δύο ποτήρια κρασί ήταν πλέον πιο ψύχραιμη. Θα περίμενε λίγο καιρό και θα έκανε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για το διαζύγιο. Έπειτα θα εξαφανιζόταν μαζί του κάπου στο εξωτερικό. Μια άλλη ζωή, αληθινή, χωρίς να υποκρίνεται κάποια άλλη πλέον.

Είχαν περάσει δύο μήνες από εκείνη τη νύχτα που πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με το σύζυγο της δε βρισκόταν σχεδόν ποτέ στο σπίτι. Η επικοινωνία τους είχε μειωθεί σημαντικά, σε λειψά τηλεφωνήματα πέντε δευτερολέπτων και περισσότερο σε μηνύματα που άφηνε ο ένας στην ιδιαιτέρα του άλλου.

“Πότε θα φύγουμε;” της είπε εκείνη τη μέρα λίγο πριν το πάρτι μασκέ της εταιρείας. Ξαπλωμένοι οι δυο τους στο κρεβάτι αγκαλιά, εκείνη ένιωθε το χτύπο της καρδιάς του πιο δυνατό. Ένιωθε ασφάλεια πια και πιο σίγουρη για την απόφαση που είχε πάρει.


“Τελευταία φορά θα παραστήσω αυτό που θέλουν όλοι να δουν. Έπειτα θα τελειώσει.”

Ντύθηκαν κι οι δυο και αντάλλαξαν ένα παθιασμένο φιλί λίγο πριν βγουν από το δωμάτιο. Εκείνος ίσιωσε τη γραβάτα του και εκείνη έβαλε τη μάσκα της, προσπαθώντας να μην χαλάσει τα μαλλιά της. Κατέβηκαν τις σκάλες με διαφορά μερικών λεπτών αλλά κανείς δε μπόρεσε να το προσέξει. 

Οι καλεσμένοι στην αίθουσα εκδηλώσεων του ξενοδοχείου ήταν διάσπαρτοι, επίσημα ντυμένοι φορώντας μάσκες και κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνια. Αναλώνονταν σε επαγγελματικές συζητήσεις σε κουτσομπολιά, χαμογελούσαν και χόρευαν.

Εκείνη πλησίασε ένα φιλικό ζευγάρι και άρχισε να χαμογελάει, όχι ψεύτικα πλέον. Έβλεπε το μέλλον της και χαιρόταν που σε λίγο όλη αυτή η επιφανειακή λάμψη θα σταματούσε να τη ζαλίζει και να την αποσπά από την αλήθεια της ψυχής της. Της ζωής που ήθελε να ακολουθήσει μαζί του.

Τον έψαξε για λίγο μέσα στο πλήθος αλλά δεν μπορούσε να βρει το πρόσωπο του. Τόσες μάσκες, άλλες πολύχρωμες άλλες ασπρόμαυρες, αλλά τα μάτια του δεν ήταν πουθενά. Η μπάντα που έπαιζε ζωντανά μουσική τελείωσε το τραγούδι της κι ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί. Εκείνη ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει στον αγκώνα της και γύρισε για να δει ποιος είναι. Η μάσκα του διαβόλου, σε κόκκινο και μαύρο χρώμα κάλυπτε την ταυτότητα του άντρα που είχε μπροστά της. Εκείνη χαμογέλασε αμήχανα κι εκείνος με μια κίνηση έβγαλε τη μάσκα του.

“Περνάς καλά;” της είπε απότομα ο σύζυγος της καθώς έριχνε κλεφτές ματιές τριγύρω και τραβώντας τη γυναίκα του λίγο πιο μακριά από το φιλικό τους ζευγάρι. Εκείνη πάγωσε το χαμόγελό της απογοητευμένη και τον ακολούθησε για να μην τραβήξει τα βλέμματα των παρευρισκομένων. “Με δημοσιογράφο πηδιόσουν;” της είπε με έναν τόνο ανωτερότητας αφήνοντας να εννοηθεί ότι εκείνος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. “Μπορούσες να με απατήσεις με όποιον ήθελες αλλά αυτό είναι τραγικό ακόμη και για σένα! Σε είχα για πιο έξυπνη”. Άφησε το χέρι της αντανακλαστικά κι έφτιαξε τη γραβάτα του στερεώνοντας τη μάσκα κάτω από τη μασχάλη του.

“Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς” είπε χαμογελώντας.

“Αλήθεια; Κάποιος μου έστειλε ένα άκρως απειλητικό μήνυμα ότι θα εκθέσει εμένα και σένα γνωρίζοντας πληροφορίες που καλό θα ήταν να μη μαθευτούν. Λέει ότι είχε σχέση μαζί σου όλο αυτόν τον καιρό. Ο πιτσιρικάς που ανέβηκε μαζί σου στο δωμάτιο δεν ήταν;”

Προσπάθησε για λίγο να πιάσει την ανάσα της. Τα χέρια της είχαν παραλύσει και προσπάθησε να μη δείξει τίποτα βάζοντας τα στη μέση της. Έκανε να μιλήσει αλλά καμία λέξη δεν μπορούσε να εξηγήσει όσα της έλεγε ο σύζυγός της. Τίποτα δεν είχε νόημα. Είχε τελειώσει.

“Ευτυχώς τον βρήκαν οι άνθρωποι μου και τον έβγαλαν από 'δω μέσα! Πες μου, πόσο ηλίθια μπορεί να είσαι και να μας έθεσες σε τέτοιο κίνδυνο;”

“Δεν ήταν αυτός!” προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. Αλλά χωρίς επιτυχία.

“Σε έδωσε. Ήσουν απρόσεχτη, αφηρημένη. Καμία σχέση με τη γυναίκα που παντρεύτηκα.”

Ο σύζυγος της απομακρύνθηκε γελώντας για να χαιρετήσει κάποιους από τους γνωστούς του. Εκείνη χλωμή και μπερδεμένη στεκόταν στη μέση της σάλας προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Το φουστάνι της στενό, τα μαλλιά της την ενοχλούσαν, ο κόσμος γύρω της την κοιτούσε με απέχθεια, κοροϊδευτικά, γελούσε μαζί της. Τα χέρια της έτρεμαν από ντροπή... από οργή... δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένιωθε μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Είτε όντως την εξαπάτησε είτε ήταν μια τυχαία παρεξήγηση. Και πάλι, δεν ήξερε τι ήταν καλύτερο. Ο κρυφός της εραστής, ο άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για αυτήν κι όμως κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του, την είχε προδώσει.

Η μπάντα τώρα έπαιζε το τραγούδι που σαν ειρωνεία τη χτυπούσε στο κεφάλι με μανία, για το λάθος της, την απροσεξία και την επιπολαιότητα της. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν μέχρι που σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Όχι χάρτινο. Ειρωνικό. Σαν το τραγούδι που ηχούσε τώρα σαν τιμωρία στα αυτιά της.




Ο Μεγαλοδικηγόρος

Ορμώμενη από το τραγούδι της Νατάσας Μποφίλιου
 έφτιαξα μια μικρή ανθρώπινη καθημερινή ιστορία:
Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Νοέμβριος 2014

Ο Μεγαλοδικηγόρος


Ημέρα εορταστική. Στο σπίτι υπήρχε ένα τραπέζι και πολύφωτα που έδιναν ρυθμικά το φως τους, πάνω σε μια σωρεία ανθρώπων με ποτήρια κρασιού στο χέρι. Μέσα στα μικρά «πηγαδάκια» των ανθρώπων, δέσποζε η φιγούρα του πατέρα του. Μεγαλοδικηγόρος, Μεγαλόστομος και Ρητορικός.
« Εμένα ο γιος μου, θα γίνει καλύτερος νομικός από εμένα. Θα μπει στο διπλωματικό σώμα, θα μπει στο Ευρωκοινοβούλιο, η επιτυχία του στης πανελλήνιες είναι μόνο η αρχή» κραύγαζε γεμάτος έπαρση στους συνδαιτημόνες του.
 Ημέρα πένθιμη. Στο δωμάτιο του, στην άκρη του κρεβατιού του καθόταν ο γιος, ντυμένος στα καλά του για την δεξίωση των γονιών του. Είχε κάνει το μηχανογραφικό του, πρώτη επιλογή : Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νομική σχολή. Κοιτούσε το αποδεικτικό έγγραφο της ένταξης του στην σχολή και βούρκωνε. Δεν ζητούσε αυτό απ’ την ζωή του, ούτε ήθελε όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια του πατέρα του. Αντίθετα, ονειρευόταν να γίνει θεατρικός συγγραφέας. Νύχτες ξημεροβραδιάζονταν να αποκωδικοποιεί τα τεχνικά σχήματα, τις έννοιες, το ύφος του Σαίξπηρ στον «Άμλετ». Έγγραφε κι έσβηνε, και παρακαλούσε να υπάρξει εκεί έξω κάποιος που θα έδινε αξία στις ταπεινές του λέξεις. Και φυσικά, πώς να τολμήσει να πει στον πατέρα του για τα όνειρα ζωής του. Η κυνικότητα και η εριστικότητα του Μεγαλοδικηγόρου θα του συνέθλιβε κάθε ελπίδα, κάθε σπιθαμή του προσωπικού του καταφύγιου. Δεν θα είχε σημασία που το αγαπούσε, που είχε ταλέντο, που ήταν η πηγή της ευτυχίας του, δεν θα είχε σχέση με την νομική κι αυτό του ήταν αρκετό. Μα ούτε στην μητέρα του μπορούσε να μιλήσει. Η δυστυχία της ήταν τόσο δυνατή που δεν άντεχε να την επιβαρύνει κι άλλο. Δεκαοχτώ χρόνια διαφορά είχαν με το πατέρα του, κι εκείνη σκοτεινιασμένη της εξουσίας και της δόξας του, άβουλη και αφανής, βυθίζονταν στις γυναικοπαρέες της υψηλής κοινωνίας, παίζοντας μπιρίμπες και αγοράζοντας ακριβά φορέματα, που δεν τα φόραγε ποτέ. Κι όταν τέλειωναν «τα εν δήμω», στο σπίτι επικρατούσε μια ανιαρή σιωπή, την οποία ενίοτε έσπαγε ο Μεγαλοδικηγόρος μιλώντας για τα σχέδια του.
  Σκούπισε τα μάτια του, ανασηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Στο πρόσωπο ήταν ίδιος ο πατέρας του, μα όχι και στη σκέψη. Αυτός ήταν εσωστρεφής και ταπεινός. «Μελετηρό παιδί, ο καλύτερος μαθητής, μα ντρέπεται να μιλήσει» έλεγαν και ξανάλεγαν οι καθηγητές του. Αφού αναμείχθηκε στο πλήθος, άρχισε ο πατέρας του να μιλάει εκ μέρους του γιου του, να καυχιέται για τα επαγγελματικά του κατορθώματα και για το πόσο επιτυχημένος πατέρας ήταν.
   Όταν άδειασε το σπίτι, ο πατέρας του έβαλε ένα ουίσκι, όπως συνήθιζε τα βράδια, και η μητέρα έπαιζε με το κινητό της. Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε, σε γιορτές, αργίες, στην ορκωμοσία του, ώσπου πέθαναν οι γονείς του κι έμεινε παντελώς μόνος. Κοίταζε πάλι τον εαυτό του στον καθρέφτη, και δεν έβλεπε κανέναν πλέον. Είχε γίνει ο κανένας. Τα είχε όλα. Λεφτά, ερωμένες, δουλειά. Δεν ήταν όμως κανείς. Ήταν ο γιος του περιβόητου Μεγαλοδικηγόρου, που είχε ξεχάσει να είναι πατέρας, της κυρά-κατίνας, που είχε ξεχάσει να είναι γυναίκα. Ευνουχισμένος, προδομένος από τα όνειρά του, από την «δειλία» του να κυνηγήσει τα όνειρα του, έγινε ο κανένας. Το αγόρι που έγραφε μανιωδώς για να παίρνει ζωή, να δίνει ρόλους και οντότητες, πλέον μετατράπηκε σε μια μηχανή που υπέγραφε συμβόλαια και ενέκρινε δικογραφίες. Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, δεν έγραψε τίποτα ξανά, δεν ήταν τίποτα για κανέναν. Δεν ανήκε ποτέ στον εαυτό του, αλλά στην ζωή που του έδωσαν άλλοι. Ούτε μεγαλοδικηγόρος έγινε. Μια μετριότητα παρέμεινε, όπως κι όλοι όσοι δεν τολμάν ποτέ για τίποτα, όπως όλοι όσοι βολεύονται.
  Και περάσαν και τα χρόνια του και τα νιάτα του. Ήρθε και ο καιρός του. Το γύρισε στον Θεό, μήπως και βρει νόημα κάπου. Μα κι ο θεός δεν ασχολούνταν με τους χλιαρούς:"Ξέρω τα έργα σου. ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός. Είθε να ήσουν ψυχρός ή ζεστός. Έτσι, επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω να σε κάνω εμετό από το στόμα μου." (Η επιστολή στην εκκλησία της Λαοδίκειας, Αποκάλυψη Ιωάννου).
  Μετά από τόσα χρόνια, έπιασε χαρτί και μολύβι, μήπως και γεμίσει λίγο τον χρόνο του. Ξέθαψε τα εφηβικά του έργα, κι άρχισε να ξεκινάει η τέρψη. Έγραφε μανιωδώς, άυπνος έμενε τα βράδια. Σαν ένας άλλος Παπαδιαμάντης που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ.



11 Νοε 2014

Κάνε ένα βήμα

Κατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα,Ιούνιος 2014

Kάνε ένα βήμα
Καθότανε στην άνετη πολυθρόνα της. Mόνη παρέα της μια κούτα τσιγάρα και ένα μπουκάλι φθηνό κόκκινο κρασί. Έτσι συνήθιζε να περνάει τις νύχτες μελαγχολίας και εκείνη η ημέρα δεν ήταν εξαίρεση. Δεν πρόλαβε να πιει δυο γουλιές και από την ορθάνοιχτη πόρτα ξεπρόβαλε εκείνος. Το ψηλό του ανάστημα και το αγέρωχο βλέμμα τον έκαναν να φαντάζει άγριο. Σαν ένα άγριο άλογο που θέλεις τόσο πολύ να το δαμάσεις, αλλά φοβάσαι μήπως χάσει κάτι από την φινέτσα τουΚάθισε δίπλα της.
Εκείνη ερωτευμένη. Αυτός πολύ οξυδερκής για ν' αγαπήσει. Ήθελε να του μιλήσει αλλά φοβόταν μήν χαλάσει την ονειρική σιωπή με λόγια απλά, καθημερινά. Αν πάλι, δεν του μιλούσε θα έχανε ευκαιρίες να του μιλήσει τρυφερά, με λόγια γλυκύτερα και από το φιλί της μητέρας στο νεογέννητο μωρό της. Άλλωστε, δεν είχαν πολύ χρόνο. Οι ερωτευμένοι, οι παράνομοι και καταδικασμένοι ποτέ δεν έχουν πολύ χρόνο. Και αυτοί ήταν λίγο απ' όλα, τόσο ώστε η άμμος στην κλεψύδρα να τρέχει γρηγορότερα. Γνώριζε όμως το ανεκπλήρωτο της υπόθεσης. Αλλά δεν την ένοιαζε, είχε εκείνον. Για ένα βράδυ, για πολλά βράδια, για μέρες ολόκληρες, όσο και να ήταν οι στιγμές τους θα άξιζαν μια ζωή. Άλλωστε, δεν φοβότανε το τέλος, ήταν αυτή και εκείνος, με έναν πτερωτό έρωτα να χαράζει πορεία με τα βέλη του, χωρίς επιστροφή.
Στο τέλος, σηκώθηκε για να κάνει το βήμα της. Στάθηκε μπροστά από το ρολόι τοίχου της, με τους χρυσούς δείκτες. Σταμάτησε την λειτουργία του, λέγοντας: "Ο χρόνος μου μαζί σου είναι πολύτιμος για να τον μετράνε τα ρολόγια. Πάμε μέσα;" Αυτός, χαλάρωσε το πρόσωπο του με ένα γεμάτο έπαρση μειδίαμα και είπε: "Ρουά ματ". Έτσι, η σιωπή έσπασε, λόγια δεν ειπώθηκαν ασκόπως και ο χρόνος δεν μετρούσε πια.