23 Δεκ 2015

Βραδινή συζήτηση σε μπαρ

-Στέλλα- Λουΐζα Κατσαμπή, Δεκέμβριος 2015

Βραδινή συζήτηση σε μπαρ


-«Μα πως μοιράζεις την αγάπη στα δύο» με ρώτησε μια φίλη που ‘χε να με δει καιρό, σε ένα ήσυχο μπαρ του κέντρου.

Γέλασα αυτάρεσκα τόσο δυνατά που τραντάχτηκε το τραπέζι από την ένταση. «Μωρό μου, δεν μοιράζω καμία αγάπη, γιατί η αγάπη δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και αναλώσιμο, να το σπας στα δύο. Μπορείς να μοιράσεις την μοναξιά ή την λύπη, να την διασπάσεις σε τεταρτημόρια, να μετριέται σε πεντόκιλα ή τεμάχια; Δεν νομίζω. 
-«Ναι αλλά λες ότι αγαπάς δύο άνδρες ταυτόχρονα, γίνεται αυτό».
Άναψα τσιγάρο, και πήρα το κλασικό ύφος που έχω όταν θέλω να μιλήσω αναλυτικά. Έγινα ξύλινη και  τα μάτια μου άδειασαν από κάθε ζεστασιά. 
-«Δεν αγαπάω δύο άνδρες. Είναι στην ουσία δύο όψεις ενός νομίσματος»
-«Σαν πολύ Σουηδικά δεν μας τα λες;!»
-«Να εξηγηθώ. Θα έπρεπε να τους ήξερες για να καταλάβεις. Βλέπεις τον ένα τρυφερό, συναισθηματικό και ευαίσθητο, τον άλλο ορμητικό, βάναυσο και εγωπαθή. Ο ένας τόσο ανθρώπινος, απτός και άλλος τόσο θεϊκός και άυλος. Ο ένας θέλει να σου κάνει έρωτα, να σε λατρέψει κι ο άλλος να σε πηδήξει συνθλίβοντας σε. Και οι δύο, όμως, μοιράζουν τον ίδιο πόθο και ηδονή, ο τρόπος είναι αυτός που αλλάζει. Εξάλλου είναι σε άρρηκτη σύνδεση. Αν δεν υπήρχε ο ένας δεν θα υπήρχε ο άλλος. Αν δεν σκλήρυνα δεν θα μπορούσα να μαλακώσω απ την αβρότητα, και αν δεν δεχόμουν την αβρότητα δεν θα διεκδικούσα την υπέρτατη φαντασίωση μου. Κι αν τους δεις πως κινούνται εναντίον μου θα έβλεπες το κοινό τους σημάδι: λαγνεία. Αρχαίο, πρωτόγονο, βιβλικό συναίσθημα. Και έχει το βίωμα τις αμαρτίας και της λύτρωσης, σαν όλα τα κοινωνικά κατασκευάσματα που μας μάθανε από μικρούς. Κάτι τέτοιο είναι και η αγάπη, που λες. Κοίτα την λοιπόν, πως είναι απ την μάνα, πως είναι απ’ τον πατέρα, απ’ τους φίλους, απ τα ζώα. Ποτέ δεν είναι ίδια, ποτέ δεν μοιράζεται το ίδιο.
-«Τι κερδίζεις με όλα αυτά δεν μπορώ να καταλάβω. Όλοι θέλουμε να ανήκουμε κάπου, όσο κι αν θέλουμε να ξεχωρίζουμε»
-«Κατάφερα να κάνω τη ζωή μου ένα έργο τέχνης. Βλέπεις όλες αυτές τις ταινίες, τις Στάρλετ, τα μεγάλα φώτα και λες δεν γίνονται αυτά. Τα μοιραία πάθη, τα μοιραία λάθη. Κι όμως, τολμώ και μακαρίζω τον εαυτό μου ότι ζω την ζωή που ονειρεύτηκα, όπως την ονειρεύτηκα. Και διαθέτω αρκετό κυνισμό για να ξέρω πως δεν θα διαρκέσει ούτε μέχρις αύριο, αλλά καθόλου δεν με νοιάζει. ΄Η ακόμη, μπορεί απλά να είμαι ένα νυμφίδιο που ο υπέρμετρος ναρκισσισμός και ερωτισμός του, το φλομώνει συνεχώς με καλλιτεχνικές φανφάρες για να δικαιολογηθεί. Και ξέρω, ότι η αγάπη μου, δεν είναι αγάπη στα μάτια των άλλων, μα δεν χρειάζεται να είναι. Εγώ ανήκω και στους δυο, χωρίς όμως να είμαι δική τους. Η αφοσίωση μου, η λατρεία μου μπορεί και απομονώνεται, αλλά όχι να διασπάται. Κι αυτό είναι που τους καθιστά στα μάτια μου εξίσου σημαντικούς και ολότελα άνδρες της καρδιάς μου. Και δεν ξέρω αν γίνομαι μισητή ή άξια φθόνου για τον κόσμο. Αλλά θα έπρεπε, γιατί αυτό που έχω δεν είναι τίποτα λιγότερο από αυτό που ευχήθηκα να έχω. Και είμαι ευτυχισμένη, γιατί μοιράζω την ψυχή μου σε λέξεις, σε βλέμματα, σε μουσική. Αχόρταγα και ακόρεστα, όσο το πάθος μου για αυτούς.

-«Δεν θα σε καταλάβω ποτέ. Μα δεν χρειάζεται. Γιατί είσαι εσύ. Και πάντα θα είσαι εσύ. Η εσύ μου, η αγαπημένη μου εσύ.»

19 Νοε 2015

Τα ρούχα

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Νοέμβρις 2015

Τα ρούχα


Άνοιξα την πόρτα του βεστιαρίου
Αριστερά φορέματα
Δεξιά πουκάμισα
Στο κέντρο ασιδέρωτα

Βάλθηκα να τα δοκιμάζω στο καθρέφτη
Ένα εφαρμοστό φόρεμα απόρριψης
Τονίζει πολύ ωραία τα όρη της θωριάς μου
Πέτα το.  Είναι μουντό για τις λιακάδες

Πήρα ένα πουκάμισο χακί
Έχεις πολλές αποχρώσεις ο φθόνος
Τόσες που μπορεί και σε γελά 
Με στενεύει το σουλούπι, ας το καλύτερα

Κάτι τσαλακωμένο ξεπροβάλλει απ’ τον σωρό
Μια μπλούζα της μαμάς
Ανάμνηση μιας άλλης εφηβείας
Με παχαίνει, με μικραίνει, με χαλνά

Μια ντουλάπα γεμάτη σαβούρα κι ακάρεα
Στολίδια, μπιζού και κεντητά
Μια πλάνη όταν έχω συντροφιά
Μια γύμνια όταν με φροντίζει η μοναξιά


9 Οκτ 2015

Οι λέξεις

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Οκτώβριος 2015
Οι λέξεις

Πάντα φοβόμουν τις λέξεις
Ξέρουν να φωλιάζουν στα κρυφά
Σε τσέπες και κουμπιά από πανωφόρια
Δεν μπορείς ποτέ ν' απαλλαγείς

Κάποιες είναι στερημένες
Έχουν ένα άλφα τολμηρό
Άκαρδες, απροσπέλαστες και αμέτρητες
Εγκαθιδρύουν την άρνηση

Καλλωπίζονται κι όλας
Μα όσους τόνους κι αν βάλεις
Δεν ομορφαίνουν οι λέξεις
Μόνο σε οδηγούνε στην υποταγή

Αυτά τα τεταρτημόρια της σκέψης
Σε κατακλύζουν με χρώματα
Σε λιθοβολούν μ’ αισθήματα
Και σε τρώνε μια ολόκληρη ζωή



3 Οκτ 2015

Αγοράζω Έρωτες

Πάνος Κατσιαούνης

Ντυμένος στην τρίχα,
μέσα στο γκρι σακάκι μου,
"Καλημέρες" και ψεύτικα χαμόγελα.
Τσαλακώνω δέκα ψυχές
και τις στοιβάζω σε μια τσάντα δερμάτινη, κλειδωμένη
γιατί οι φωνές που ακούγονται δε λένε τίποτα.
Μόνο λόγια που κανείς δε πιστεύει πια.
Φωνές που τώρα τις ακούω σαν χιόνια 
σε άγνωστες συχνότητες ενός παλιού ραδιοφώνου.

Αγοράζω Έρωτες,
μικρούς, μεγάλους, 
με πάθη, λάθη και σωστά, 
αδιάφορους Έρωτες, 
ανομολόγητους, 
ξεχασμένους, 
ομόφυλους, πλατωνικούς.
Έρωτες που φιλήθηκαν σταυρωτά με το διάβολο 
κι άλλους που τους χώρισε η απόσταση του Παραδείσου.
Έρωτες με φτερά, 
λίγους επίγειους 
πλέον αυτοί δεν πιάνουν τίποτα,
ούτε σε ασήμι, ούτε σε χρυσό.
Περισσότερους ενοχικούς.
Ψυχές με τύψεις, 
είχαν θανατηφόρο ενδιαφέρον
σχεδόν από πάντα.
Συλλέγω ζωή, αναμνήσεις
παιχνίδια κάτω από το πάπλωμα,
υποσχέσεις και λόγια λίγο πριν το ξημέρωμα.
Στριμώχνω γυμνά κορμιά γεμάτα προσδοκίες
και άδεια σώματα ντυμένα με μάσκες,
όλα μαζί, μέσα σε ακάθαρτα σεντόνια
γεμάτα σπέρμα, αίμα και σάλια.

Ο κόσμος εδώ δεν λαχτάρησε ποτέ 
τους Έρωτες του.
Αγοράζω ό,τι δεν έμαθαν ποτέ να εκτιμούν.

Κι εγώ;
Τι κάνω τώρα εδώ
με όλα αυτά τα βάσανα των άλλων;
Πουλάω την ψυχή μου για λίγη προσοχή.
Μια όμορφη ήττα.





11 Σεπ 2015

Προσπελάσιμος

-Στέλλα - Λουΐζα Κατσαμπή, Σεπτέμβριος 2015

Προσπελάσιμος


Να σ' αγγίξω;
Κι ας χαθεί το χάδι στ' άπειρο
Για την αιώνια στιγμή παλεύουμε όλοι

Το άβατο σου βεβηλώθηκε
Δεν είσαι πια ‘κείνο τ’ όνειρο με στέμμα
Φύγε από μέσα μου πια 

Πάρε μια χούφτα ζεστασιά
Κι ας θολώνουν το τζάμι τα χνώτα
Δεν θα σου λιώσω τα φτερά

Πάρε τα μαλλιά μου
Να μυρίσεις λίγο ανθρωπιά
Τα δικά σου βάφτηκαν στ’ ασήμι

Δεν σε θυμάμαι πια στο φως 
Κι αντάλλαξα όλα μου τα παιχνίδια 
Για έναν έρωτα που με βαραίνει πια.







30 Αυγ 2015

(Αν)αμνησίες...

Πάνος Κατσιαούνης

Δεν θυμάμαι εκείνες τις στιγμές
μόνο αμυδρά, 
μέσα από λινές κουρτίνες μία δέσμη φωτός,
όξινες στιγμές, 
με έκαιγαν, 
όλη η σάρκα μου πονούσε,
με κρατούσες και μέρα με τη μέρα διαλυόμουν,
πληγές που έσταζαν φρέσκο σιρόπι βύσσινο.

Αναλαμπές.
Μία λάμψη.
Τα φώτα του λεωφορείου που είχες πάρει.
Έφευγες ή ερχόσουν;
Ένα χαμόγελο.
Χαίρεσαι που με βλέπεις ή προσπαθείς να κρύψεις τη θλίψη σου;
Δύο μάτια καστανά.
Εμένα κοιτάζουν ή πίσω από μένα;
Δε σε ξέρω κι όμως κάτι αρχίζω να θυμάμαι.

Ο κόσμος με κοιτάζει σαν να έχω κάνει κάτι κακό.
Πληρώνω το έγκλημα του "δε θυμάμαι".
Όλοι δείχνουν να σε ξέρουν.
Γελάνε με τα αστεία σου.
Φλερτάρουν,
παίζουν μαζί σου,
σε αγκαλιάζουν.
Όμως εγώ δε σε θυμάμαι.

Με βρίζουν, 
με χτυπάνε που δε σε ξέρω.
Οι λιγοστοί μου φίλοι έχουν ήδη φύγει.
Στο σπίτι μου τώρα μένει κάποιος άλλος.
Στο μυαλό μου μια ομίχλη καπνού.
Μέσα μου ζει κάτι αλλόκοτο.

Κουράστηκα.
Από εδώ και πέρα δε θα προσπαθώ.
Κι ας πουν ό,τι θέλουν.

........



Από δω και πέρα πια, 
μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.







 

27 Ιουλ 2015

Mου λείπεις

Πάνος Κατσιαούνης



Μου λείπεις.
Δύο λέξεις 
και άπειρες οι σκέψεις,
τα λόγια που θέλω να σου πω.
Δυο λέξεις που αγκιστρώνονται από πάνω μου.
Αν τις τραβήξεις θα πονέσω,
θα μείνω μια σκιά.
Αν τις αφήσεις πάνω μου να με φάνε,
δε θα σε συγχωρούσα ποτέ.

Γράμματα στη σειρά που αφορούν εμένα.
Το "μου" το εγωιστικό. 
Το πικρό και το πολύτιμο.
Σάπιο, βρωμερό και μισητό.
Αυτό είμαι.
Κι αυτό το "λείπεις" που ταυτόχρονα φοβάμαι και σιχαίνομαι.
Το αγάπησα γιατί μου στάθηκε.
Μόνο αυτό μου έμεινε.
Εσένα δε σε ρώτησε κανείς.

Έβαλες απλά τα παπούτσια σου 
κι άφησες πίσω αποτυπώματα.
Στο δρόμο που περπατούσαμε αγκαλιά.
Στο πάρκο που βρισκόμασταν κρυφά.
Στο άρωμα που άφηνες ξωπίσω σου.
Σε όλα αυτά που σου άρεσαν.

Ναι, πλέον τα αποφεύγω,
τα μισώ, αηδιάζω.
Τίποτα δεν έμεινε από σένα.
Και δεν πιστεύω τίποτα από όσα σου λέω τώρα.

Μένω σε ένα δωμάτιο ξένο, 
απρόσωπο, χωρίς φως.
Γκρι και μαύρο στο πάτωμα, 
στους τοίχους.
Δε θα μπεις ποτέ.
Δεν υπάρχεις εκεί.
Εκεί μένω εγώ.
Το "μου".
Εσύ απλά "λείπεις".
Μα το συνήθισα.

Κι όμως σκέφτομαι...
Αν εξαφανιστείς από προσώπου γης,
κάτι θα έχει μείνει.
Αυτό το που νιώθω σε εγκλώβισε.
Και ίσως έτσι συνεχίσω...
Ακόμη κι έτσι θα είμαστε μαζί.
Μόνος και μαζί σου.





13 Ιουλ 2015

Φεύγεις...

Πάνος Κατσιαούνης

Έκανα πάλι τον κόπο να γυρίσω πίσω σε εκείνες τις αναμνήσεις που τότε ήταν στιγμές. Στιγμές πραγματικές, θυμάμαι τότε γελούσα. Τότε. Τώρα είναι αναμνήσεις. Δε γελάω πια. Χαμογελάω με ένα ύφος κυνικό μιας και δεν πιστεύω τίποτα πλέον στην υπόλοιπη ζωή μου. 

Εκείνα τα δευτερόλεπτα που έκανες να σηκωθείς από την πολυθρόνα και να φύγεις, λίγα μόνο δευτερόλεπτα που για μένα έπαιζαν σε αργή κίνηση στο μυαλό μου από τη στιγμή που έκλεισες την πόρτα. Αυτός ο θόρυβος της πόλης κάλυψε όλα όσα είχα να σου πω. Κουράστηκα να σε ζητάω, να σε θυμάμαι, να σ' αγαπάω. Κι όμως ίσως ποτέ δε σταματήσω.

Εκείνο το βράδυ, υγρό, νωπό, βαριά υγρασία...θυμάμαι σε περίμενα από το απόγευμα. Είχαμε μέρες να βρεθούμε. Σκεπάστηκα με την κουβέρτα. Κάτι σκυλιά έξω φώναζαν... εσένα... να φανείς. Σε ζητούσαν. Κι εμφανίστηκες. Όπως πάντα. Τέτοια αλλοπρόσαλλη, ανεπιτήδευτη άνεση στις κινήσεις σου. Κορόιδευα την αυτοπεποίθηση που δεν σταματούσες ποτέ να μου επιδεικνύεις. Αυτό το σιχαινόμουν. Μαλακίες, γούσταρα περισσότερο. 

Ήπιαμε από ένα ποτήρι κρασί θυμάμαι, λευκό και παγωμένο. "Δεν τρελαίνομαι" είπες... αλλά αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που ήμουν μαζί σου και δε με ένοιαζε τι ήθελες. Τι σου άρεσε, τι άντεχες... λες και μένα με ρώτησες ποτέ. Το ήπια όλο το μπουκάλι όταν έφυγες, δεν έμεινε σταγόνα για σένα και να διψάς δεν έχει τίποτα για να σου δώσω. Ξόρκισα τους δαίμονες μου στο γυάλινο κολονάτο ποτήρι, που έπειτα το έσπασα στα χέρια μου. 

Γελάω που μπορώ και να είμαι τόσο αυστηρός. Όχι, υποκρίνομαι. Κάθε φορά που σε κοιτάζω, όχι στο δρόμο... πλέον έχω αλλάξει διαδρομή... διαδρομές... άλλαξα πολλές... μιας και άλλαξε ο προορισμός,... Όταν φέρνω την εικόνα σου στο μυαλό μου, για να το θέσω καλύτερα. Πάντα σου άρεσε να είμαι ακριβής. 

Δε σε ξέχασα. Δε θα σε ξεχάσω...φοβάμαι πως δεν θα σε ξεχάσω. Δε φοβάμαι. 

Ψέμματα σου είπα ότι θέλω να φύγεις. Αν ήταν να εξαφανιστείς από τη ζωή μου ήθελα να με πάρεις μαζί σου. Να εξαφανιστώ κι εγώ από τη ζωή μου. Κι ας έλεγαν ότι έχασα όλα μου τα χρόνια για ένα καπρίτσιο, για ένα πάθος που με έτρωγε για χρόνια. 

Ξέρεις, στις ιστορίες που γράφω, ο ήρωας μου πάντα κερδίζει κάτι και χάνει κάτι άλλο. Θα έφευγα μαζί σου και δε θα είχα ζωή δίπλα σου. Θα έμενα πίσω και θα είχα τα όνειρα μου στα χέρια μου. 

Με άφησες πίσω και δεν κατάφερα τίποτα. 

Κι ήθελα τόσο να σε κάνω να επιστρέψεις. 

Ξανά. 

Ένα μαρτύριο σε επανάληψη. 

Μάλλον όχι. Δεν είμαι τόσο γενναίος να σε ζήσω πάλι από την αρχή. 

Και συ φεύγεις... μην περπατάς, μην κινείσαι...

Φεύγεις... Κι όμως έφυγες.






4 Ιουλ 2015

Επιστολή στον Sigmund Freud

Επιστολή στον Sigmund Freud

Kατσαμπή Στέλλα-Λουΐζα, Ιούλιος 2015

Αγαπημένε θείε Freud,

Επίτρεψε με να σε λέω αγαπημένε κι όχι ένα τυπικό «αγαπητέ». Έχουν περάσει σχεδόν 150 χρόνια από τότε που γεννήθηκες και 66 αφότου πέθανες. Ο κόσμος μετά από σένα δεν είναι ο ίδιος. Πόσο ευτυχισμένη και περίεργη θα ήμουν, να σε έβλεπα να σχολιάζεις το σήμερα. Σε φαντάζομαι να κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι και να συζητάς μαζί με άλλους κορυφαίους επιστήμονες, τον Vygotsky, τον Chomsky, τον Bronfenbrenner και όταν διαφωνείτε να τους μαλώνεις όλους επιδεκτικά λέγοντας: Της μάνας σας!


Αλλά όχι θείε Φρόιντ. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως μου τα πρωτόμαθες. Δεν είμαστε ένα τσουβάλι ένστικτα εμείς οι άνθρωποι. Ούτε είμαστε καθηλωμένοι σε μια καρέκλα να βλέπουμε σε flash-back όλα τα υποσυνείδητα «αμαρτήματα των μητέρων μας» (παράφραση διηγήματος του Βιζυηνού), και έπειτα να σκιαγραφούμε ολάκερη τη ζωή μας με δαύτα. Και όχι θείε μου, δεν είναι κάθε έρωτας με διαφορά ηλικίας ένα συναίσθημα κλεισμένο στη φορμόλη ενός οιδιπόδειου συμπλέγματος. Ίσως να 'χω κι άδικο, αλλά δεν με παρηγορεί καθόλου αυτή η σκέψη. Όταν βλέπω έναν άνθρωπο που με ενδιαφέρει κι ας είναι 20 χρόνια μεγαλύτερος μου, δεν είναι μια διεκδίκηση της περιορισμένης πατρικής μου φιγούρας. Είναι απλά άλλο ένα πλάσμα που μου διεγείρει τις αισθήσεις και τη νόηση όπως θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε.
Ήδη σε κάνω εικόνα να διαβάζεις την επιστολή μου, καπνίζοντας την πίπα σου, χαϊδεύοντας μια ταρταρούγα γάτα. Σκεπτικός, εριστικός και ήδη προκατειλημμένος εναντίον μου για τον φθόνο πέους που 'χω.  Αλλά σου μιλάω με αγάπη, γιατί κανένας δεν ερμήνευσε τον άνθρωπο όπως εσύ. Γιατί σ’ αγάπησα πολύ, θείε Φρόιντ. Εσύ μου έμαθες πώς να βλέπω τον κόσμο λίγο πιο ευφάνταστα, να σκέφτομαι πως οι εσωτερικές δυνάμεις των ανθρώπων τους οδηγούν στις πράξεις τους. Με κάλυψες πνευματικά όσο κανείς νευροψυχίατρος, με τις εγκεφαλικές ερμηνείες, τις ψυχρές αδιάψευστες επιστημονικές του αποδείξεις. Και θέλω να σου πω, πως μέχρι και σήμερα, ακόμα διαβάζεσαι, ακόμα επηρεάζεις την σκέψη των ανθρώπων, ακόμα ζεις μέσα σε μια μικρή σκοτεινή πλευρά του ασυνείδητου κόσμου μας. Ποια μεγαλύτερη ευτυχία για έναν συγγραφέα, αν όχι ερευνητή;!
Τέλος, θέλω να σε ευχαριστήσω. Η θεωρία σου έχει ανοίξει μια πόρτα στη πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του εγκεφάλου μας: στη φαντασία. Η περιέργεια μας για τους ανθρώπους μας κάνει να φανταζόμαστε τόσα πολλά πράγματα για την ιστορία τους που μας καθιστά επιούσιους, μικρούς Θεούς σε ένα αχανές σύμπαν. Γινήκαμε δημιουργοί των ανθρώπων, γιατί όλοι αποκτάν ουσία μέσα από τη σκέψη και τα μάτια μας. Η εικόνα τους γίνεται καθ’ ομοίωση των σκέψεων που έχουμε για αυτούς. Από μόνοι μας δεν είμαστε τίποτα. Σε μακαρίζω και σε ευγνωμονώ για πάντα, γιατί είμαι κι εγώ, σαν κι όλους τους άλλους ένας Θεός, κι έχω κτίσει την Εδέμ μου με τα πιο γερά θεμέλια: τους άλλους Θεούς, τους ανθρώπους της καρδιάς μου. 


Με αγάπη, 

Άλλη μια δέσμια και παθούσα των θεωριών σου






22 Ιουν 2015

Μικρές Ιστορίες II

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή,  Ιούνιος 2015

PART I

Η Δύση μιας Ανατολής


Όλη μέρα να καίει το μικρό φωτιστικό στο κομοδίνο. 'Έπεφτε στο κρεβάτι μόνο αφού ξημέρωνε, αφού έβλεπε την Ανατολή. Και αυτή η ρουτίνα ήταν μονόδρομος. Οι μέρες της περνούσαν αργά και βασανιστικά, με όλα αυτά που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οι εκπολιτισμένοι άνθρωποι. Λίγο σχολή, λίγος καφές, λίγο από δω, λίγο από 'κει, λίγο να είχαμε, να λέγαμε,  λίγο σε δουλειά να βρισκόμαστε. Πόσες αδιάκριτες φιγούρες την περιτριγύριζαν έτοιμες να σηκώσουν τον δείκτη ή το μεσαίο δάκτυλο και να εκπνεύσουν ένα βδέλυγμα ενδιαφέροντος και κρίσης. Περνούσε ανάμεσα στους περαστικούς και άκουγε τα όμορφα ηλιοβασιλέματα που είδαν σε χώρες, με ανθρώπους, σε όνειρα κάποια θερινής νύχτας δίπλα από μια λαδωμένη θάλασσα. Κι αυτή δεν είχε δει ούτε ένα στη ζωή της. 
"Είναι άνθρωποι-ηλιοβασιλέματα" σκεφτόταν. Έτοιμη να πεθάνουν. Μια ολάκερη ανθρωπότητα στραμμένη προς  τη Δύση, που της δίνει πολλά ονόματα: Θάνατο, Παράδεισο, Κόλαση, Κάθαρση. "Κι όσοι ματαιόδοξοι ακολουθήθηκαν από δαύτους έγιναν Θεοί. Μα όταν χάθηκε κι ο τελευταίος πιστός, εξαϋλώθηκαν σαν κόκκοι άμμου στην ακροθαλασσιά. Εγώ δεν είμαι έτσι", συλλογίζονταν. 

"Η φύση πάντα κρύβει καλά τα μυστικά της, για αυτό και κοιμόμαστε τα βράδια" συνήθιζε να παρηγορεί τους φίλους που ανησυχούσαν για τις λίγες ώρες που κοιμάται. 
Ήταν απίστευτο το πως ξεγελούσε τον εαυτό της με αυτά τα φιλοσοφικά φληναφήματα. Ήξερε ότι απλά φοβόταν να παραδεχτεί την κακή της σχέση με το τέλος. Οποιοδήποτε τέλος. Και το ξημέρωμα ήταν πάντα η ασφαλής, ευχάριστη αρχή. Τα τέλη είναι συνήθως δυσάρεστα, για αυτό τα απέφευγε. Παντού ο κόσμος της ήταν μισοτελειωμένος. Κάτι παζλ αφημένα στην άκρη, κάτι έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ, κάτι παρέες που δεν έγιναν φιλίες. Μόνο τις λάμπες όταν καίγονταν άλλαζε, μη τυχόν και χρειαστεί να ανάψει κάποιο μεγάλο φως, και φωτιστούν όλες οι σκοτεινές γωνίες της μοναξιάς της, όλοι οι φόβοι της, όλες οι απουσίες της.  Μόνο για αυτό δεν κοιμόταν τα βράδια. Γιατί μετρούσε... Έβγαζε το κομπιουτεράκι και λογάριαζε, τι έχει, τι έχει να ζήσει μέχρι  τη Δύση, μέχρι το τελευταίο ηλιοβασίλεμα.


PART II

O τελευταίος οργασμός

Βρισκόμασταν κάθε μήνα σε ένα Πεντάστερο ξενοδοχείο.  Μέναμε μόνο μια νύχτα κάθε φορά. Πάντα την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, χειμώνα- καλοκαίρι. Φορούσε δυο μεγάλους κρίκους στα αυτιά και πάντοτε κάποιο μακρύ φόρεμα. Δεν μετάνιωσα ποτέ τα 1000 ευρώ που έδινα στη σουίτα, ήταν μόνο για αυτήν.
Κάθε φορά υπήρχε η ίδια ιεροτελεστία. Έμπαινε στη τεράστια γωνιακή μπανιέρα, με το τζακούζι ήδη να αναβλύζει. Με άφηνε να βλέπω. Εγώ καθόμουν άτσαλα στο έπιπλο του μπάνιου και κάπνιζα το πούρο μου, χαϊδεύοντας τα γκριζαρισμένα μου μούσια, νευρικά. Αυτή έκανε σαν να μην με έβλεπε, δεν υπήρχα για αυτήν εκεί μέσα. Έλουζε τα μαλλιά της, μπλέκοντας βαθιά τα μακριά δάχτυλα της μέσα τους. Έπειτα, έβαζε το λίπος αυτό που βάζουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους για να τα κάνουν μαλακά και λαμπερά. Ένα παχύρρευστο, γεμάτο αρώματα –συνήθως βανίλιας- ξύγκι, που με έκανε να ανατριχιάζω ολόκληρος. Άπλωνε τα πόδια της, και τα έτριβε απαλά με το γεμάτο αφρό σφουγγάρι. Έπειτα, χάραζε τεράστιες κάθετες γραμμές με το ξυράφι της, περνώντας με τον ίδιο τρόπο της μασχάλες και το εφηβαίο της. Θεέ μου, δεν χόρταινε κανείς να τη κοιτά! Είχε κάτι μαγικό στις κινήσεις της, κάτι απόκοσμο, έμοιαζε με αερικό.

Μόλις τελείωνε το μπάνιο της χτένιζε απαλά τα μαλλιά της, και ερχόταν προς το μέρος μου. Κάθε φορά καθόταν πάνω στα ισχία μου εκμεταλλευόμενη την δύναμη που μπορούσε να προκαλέσει στον ανδρισμό μου. Κάθε φορά ήταν αυτή που με έπαιρνε.
Έχω να την δω πέντε μήνες. Δεν εμφανίστηκε ξανά στο ραντεβού μας μετά από τη τελευταία φορά. Έπρεπε να το ‘χα καταλάβει ότι κάτι άλλαξε. Καθώς την παρακολουθούσα στο μπάνιο της, οι κινήσεις της ήταν βιαστικές και απρόσεκτες. Κόπηκε ανάμεσα στα πόδια της από τη λεπίδα. Δεν παραπονέθηκε, μόνο εξέπνευσε δυσαρεστημένη. Αμέσως μετά με κοίταξε, και βλέποντας με βαθιά μέσα στα μάτια, άφησε τα δάχτυλα της να γλιστρήσουν κάτω από τη βουβωνική της περιοχή. Είχε χάσει τον έλεγχο και έδωσε στον εαυτό της ένα τεράστιο οργασμό. Για πρώτη φορά με έκανε κοινωνό των σκέψεων της, κοιτάζοντας με, προκαλώντας με.
-Σίλια; της είπα ευγενικά.
- Ναι;!
- Σήμερα θα σε γαμήσω εγώ.



PART III


Ο Σάτυρος της γεύσης


Ξύπνησα χουρχουρίζοντας, αργά. Το σπίτι μοσχοβολούσε φρεσκοκομμένο ελληνικό καφέ, βαρύ και μερακλήδικο. Πήγα στην κουζίνα και τον είδα να στέκεται μπροστά στο τηγάνι, πασαλειμμένος όλος με ζύμη.

« Τι φτιάχνεις; » τον ρώτησα.
« Αυγόφετες της γιαγιάς » απάντησε χαμογελαστός.   

Μου είχε πει για την γιαγιά του. Την είχα δει μάλιστα σε φωτογραφία, και είναι λες και τον έβλεπα σε θηλυκή μορφή. Την χάζευα καμιά φορά, στην κορνίζα, πάνω απ’ τον φούρνο. Μια γυναίκα με Σμυρναίικη καταγωγή, μεγαλοκυρία, κομψή και πάντα παρφουμαρισμένη. Όταν επρόκειτο, όμως, για τον εγγονό της γινόταν η πιο καλή και ταπεινή μαγείρισσα. Πάντα πασαλειβόταν με ζύμη «δεν έχει νοστιμάδα αλλιώς τζιέριμ» έλεγε. Κι αυτό φαίνεται ήταν το βασικό συστατικό της τέχνης του, που από παιδί το έβαζε παντού.
Είχε τις πιο ευφάνταστες ιδέες για τα φαγητά. Μπέρδευε την ζωγραφική με την χημεία, σωστός αλχημιστής. Δεν έμπαινε, όμως, μόνο στη μαγειρική του η «νοστιμάδα». Το φιλί του είχε μια γεύση καραμελωμένου πικραμύγδαλου και οι αγκαλιές του, σου άφηναν μια οσμή βανίλιας, την οποία την κουβαλούσα όλη την υπόλοιπη μέρα. Ακόμα, και η πιο κοινή κολόνια, μύριζε διαφορετικά στο ph του δέρματος του. Τον αποκαλούσα χαϊδευτικά «Σάτυρο», γιατί ήταν από μόνος του ένα όργιο αισθήσεων και παραισθήσεων.
Kάθησα στο τραπέζι και περίμενα το πρωινό, πίνοντας μια γουλιά καφέ. Μου προσέφερε δύο μεγάλες, ασύμμετρα κομμένες αυγόφετες, με μπόλικο μέλι και καρύδι.
Στην πρώτη μπουκιά, αισθάνθηκα τo μαγικό συστατικό του να με συναρπάζει. Η φαντασία μου διεγέρθηκε και κάλπασε στην Αρχαία Ελλάδα. Τρύπωσα σε βραδινά Λουκούλλεια συμπόσια, με τις γνωστές παρεκτροπές. Ταξίδεψα στα Ελευσίνια Μυστήρια, και στις τελετές που δέσποζαν όμορφες νεαρές παρθένες. Και σταμάτησα, στην εικόνα της γιαγιάς του, να κάθεται στωικά πάνω από ένα τηγάνι και να σιγοτραγουδά, όσο ο εγγονός της περίμενε το πρωινό του. Το μυαλό μου πλημμύρισε από ένα σωρό εικόνες που δεν είχα ζήσει, ούτε καν είχα ονειρευτεί.
Δεν υπήρξε δεύτερη μπουκιά. Το υπόλοιπο πρωινό το έφαγα μετά το προσωπικό μας διονυσιακό γλέντι.

PART IV

Το λουτρό των παραισθήσεων


Το νερό δεν άργησε να αφρίσει. Η βόμβα αλάτων έδωσε ένα μπλε του ουρανού και οι μικρές διάσπαρτες φουσκάλες ήταν τ’ αστέρια. Πόσο όμορφο να βλέπει κανείς μια καθρεφτισμένη θάλασσα σε μια ταπεινή μαντεμένια μπανιέρα.
Μα όσες χημικές αντιδράσεις κι αν συνέβησαν στο βαθύ γαλάζιο, δεν έφταναν την τρέλα των εγκεφαλικών μας συνάψεων. Σαν ένα χημικό εργαστήρι, τα κεφάλια μας βούιζαν δυνατά, τα νεύρα μας τσιτώνονταν στην ζεστασιά της υγρασίας και οι ορμόνες αντάλλασσαν τρυφερά χάδια μεταπηδώντας από κύτταρο σε κύτταρο. Τα σώματα μας, δοχεία που κουβαλούσαν ερωτικές αναθυμιάσεις και ξεσπούσαν ξανά και ξανά σε κάθε επαφή.

-«Μόλις εκπλήρωσα ένα όνειρό μου μαζί σου» είπα διστακτικά.
-«Τι εννοείς;» ρώτησε με κλειστά τα μάτια, θέλοντας να απολαύσει κάθε μικρό φώνημα που θα ξεπροβάλλει απ’ το στόμα μου.
-«Έγινα μια πρωταγωνίστρια. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός. Σανίδι, χειροκρότημα, υποκλίσεις και πολλά μεγαλεία. Αλλά δεν είμαι μια Στάρ του σινεμά, μήτε του σανιδιού. Είμαι μια Στάρλετ της πραγματικότητας, της αληθινής ζωής. Είμαι μια Λολίτα1 που δεν έγραψε ο Nabokov, είμαι η Schneider που δεν χόρεψε το Ταγκό2 της στο Παρίσι, αλλά σε ένα καλντερίμι μαζί με έναν όχι και τόσο άγνωστό της Μπράντο. Kαι ζω την δική μου «Λογική και Ευαισθησία»3, σε ένα μπάνιο δύο επί δύο, με το δέρμα μου βαθιά μουλιασμένο στον δικό μου, μονάκριβο μου ρόλο.
-«Βλέπω το κοινό στα έργα που επέλεξες. Μα πρόσεχε. Σου έχω κι εγώ ένα. Το ξέρεις καλά, κι αγαπάς τον σκηνοθέτη. Θυμάσαι τη λέει ο Woody;! ‘’Δεν είμαστε χαρακτήρες σε ένα επιστημονικό κατασκεύασμα. Για αυτό, μην με ερωτευτείς»4.

Ανταλλάζαμε για ώρες στιχάκια, ατάκες, γραμμές από βιβλία, φιλιά. Ώσπου το νερό κρύωσε. Ήρθε η ώρα για την υπόκλιση. Μα δεν πέφτει πια η αυλαία. Κι ούτε θα πέσει, μέχρι να αδειάσει η κλεψύδρα. Μέχρι να σταματήσει ο χρόνος, ή η καρδιά μου χτυπά.



*1:Lolita, NabokovVladimir (1955)               2:Last Tango in Paris, Bertolucci Bernardo (1972)
  3:Sense and Sensibility, Jane Austen (1811) 4:Deconstractin Harry, Woddy Allen (1997)

10 Ιουν 2015

Νostalgia

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιούνιος 2015
Nostalgia

From the Depths of my Womb
Till the last cell of my entire body
I keep constantly searching for your traces
‘Cause every touching has a memory

Lately, my nights became unbearable
It’s all these unfulfilled daydreams
Dashed in the roads of this messy town
In which I have desperately sought you

Holding me tight to your body
I was like a mighty Phoenix  
Burning in my flames, unbreakably
Playing puzzle games with Death

And you left so many times
Letting my corps in ashes
No flowers, no trees, only this infinite nostalgia left
Making my life an avast desert of thoughts

The place I call “Nostalgia” has room only for one.
My only one, my special one, my never-ending lover
I will decorate it with the brightest colors of the universe
And there, you can be safe in the rootsof my memory.


21 Μαΐ 2015

Μπερδεμένοι Χρόνοι

Πάνος Κατσιαούνης

Λόγια, μεγάλα λόγια
λόγια μικρά,
ασήμαντα,
λόγια που εξέφραζαν εμένα
οι μικρές λέξεις που λένε την αλήθεια
την έλεγαν παλιά
περιέγραφαν κάτι,
ασήμαντο
μικρό
ακόμη τις ακούω.
Οι λέξεις δεν αλλάξανε ποτέ.

Και δείχναν συναισθήματα.
Πολλά και βαθιά,
ευχάριστα
έντονα
γελάμε με αυτά.
Χαμόγελα αμήχανα
αυτάρεσκα χαμόγελα
και τούτα τα ίδια λένε.
Έλεγαν, τότε.
Τα στόματα δεν άλλαξαν ποτέ.
Μα παραμένουνε βουβά.

Μάτια υγρά,
καστανά και πράσινα,
μαζί αναμειγμένα.
Μάτια κοιτάνε,
τότε χαζεύαν πεταλούδες.
Μάτια μισάνοιχτα
περιμένουν κάτι.
Μάταια περιμένουν.
Τότε δεν είχαν αγωνία για τίποτα.
Ίσως θα πρεπε
πιότερο να προσέχουν.

Κι ακόμη μπερδεύω το τότε και το τώρα.
Και ακόμη τώρα περιμένω να μιλήσεις.
Κι όπως τότε που κακό δεν έκανα κανένα.
Δεν ήθελα και δεν μπορούσα.
Στο τώρα μένω άπραγος.
Κι ούτε τώρα το θέλω ή το μπορώ.








4 Μαΐ 2015

Μάνα, τα κατάφερα.

                                                                        Mάνα, τα κατάφερα


-Στέλλα- Λουΐζα Κατσαμπή, Μάιος 2015


Κοίτα, μάνα, τα κατάφερα. Πέρασα στη σχολή μου και αριστεύω. Κατάφερα και είμαι καλή φοιτήτρια, με σέβονται οι καθηγητές μου και βοηθάω συμφοιτητές μου να περνάνε τα μαθήματα. Ναι ξέρω, πίνω πολύ καφέ, και καμία φορά καπνίζω και πίνω μέχρι το πρωί, και δεν σ’ αρέσει, και ντρέπομαι για αυτό. Αλλά δεν με νοιάζει αφού σε όλα είμαι εντάξει και είσαι και εσύ χαρούμενη- ή δεν είσαι;
Και θα κάνω και το μεταπτυχιακό μου, μάνα, και θα γίνω και διδάκτορας, και θα με σέβονται και θα με καλούν σε ομιλίες. όπως ακριβώς το ονειρεύεσαι. Και θα μπορέσω να βρω στο εξωτερικό μια καλή δουλειά σε πανεπιστήμιο και θα ανέλθω κοινωνικά, θα είσαι περήφανη για μένα, μάνα. Και είμαι σίγουρη πως θα λες “εμένα το παιδί μου έμοιασε, και πέτυχε στη ζωή του, κοίτα το παιδί μου, πόσο αξιόλογο είναι”. Βέβαια, να ξέρεις ότι κουράστηκα λίγο, αλλά μ' αρέσει αυτό που κάνω, και μου ανεβάζει το ηθικό η σχολή, οπότε, μη φοβάσαι, δεν τα παρατάω.
Κοίτα μάνα, είμαι μόνη και ανησυχείς, γιατί δεν έχω γκόμενο. Αλλά δεν βρίσκω κάποιον που να ταιριάζει με ε…ενα. Κοίτα εκείνον τον τύπο στη γωνία, σ' αρέσει; Να τον ερωτευτώ; Πες μου αν σου κάνει, και θα τον βρω τον τρόπο, μάνα, αρκεί να τον εγκρίνεις. Και ξέρω, πρέπει να δω τι σπουδάζει, τι στόχους έχει, μην είναι κανένας μπατίρης, ούτε κανένας εργάτης, μήτε κάποιος που βολεύεται. Ναι, μαμά, ξέρω πως δεν σ’ αρέσουν αυτά και είμαι πεπεισμένη πως θα βρω να αγαπήσω κάποιον που θα τον βλέπεις και θα λες: «να ένα παλικάρι που αξίζει για την κόρη μου». Ή δεν θα γίνει ποτέ αυτό –μαμά; Κι αν ήξερες τι γουστάρω, και ποιον τι θα έλεγες μαμά;
Κι έχω και φίλους μάνα. Όχι από εκείνους τους ψεύτικους, με τα πλαστά χαμόγελα και τα καλό-ακονισμένα μαχαίρια. Εμένα οι φίλοι μου, μαμά, έχουν έτοιμες αγκαλιές, ζεστές για να κουρνιάζω όταν δεν νιώθω καλά, κι όταν είμαι χαρούμενη σχεδιάζεται εκείνο το πλατύ χαμόγελο της αγάπης στο πρόσωπο τους. Αλλά αυτό το κατάφερα μόνη μου, μάνα, να το ξέρεις. Αυτοί με ξέρουν καλά, και τα καλά και τ’ άσχημα, κάποια που δεν τα ξέρεις εσύ. Αλλά έχεις να πεις κάτι και για αυτό, έτσι δεν είναι μάνα;
Και θυμάσαι που σου έστειλα εκείνο το τραγούδι της Τσανακλίδου, το «μαμά, γερνάω» και με ρώτησες γιατί στο έστειλα; Και το άλλο του Παπακωνσταντίνου το «Μαμά»;  Α ρε μαμά, «Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά κι ανάμεσα απ' τα φιλιά έκανες τη φωνή λαγού, το λύκο και την αλεπού». Και το έστειλα για να σου πω, πως σε αγαπάω μαμά, και δεν θέλω να φύγεις, ποτέ. Μα εσύ όλο θέλεις να φύγεις, για να γίνεις ευτυχισμένη. Και να γίνεις , μαμά, «κι εγώ σαν ένας άγγελος στη γη, θα σε προσέχω μια ζωή. Α ρε μαμά».1
 «Ρωτάς για την καριέρα μου τη νύχτα και τη μέρα μου κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω. Και σκέφτομαι που πίνω κόκα-κόλα για να 'ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλαΚι ανοίγω το ψυγείο σου, το "έλα" και το "αντίο" σου ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ' όλα». 2

Koίτα μάνα, τα κατάφερα, είμαι όλα αυτά που θέλ...

1:

2:



24 Απρ 2015

Τα Μ(η) της μέρας μου


Πάνος Κατσιαούνης

Μη λες "δε θέλω".
Το τέλος είναι οδυνηρό.
Πονάει.
Κι η μυρωδιά σου 
μου λέει ακόμη να ελπίζω.

Μη λες "κρυώνω" ή "ζεσταίνομαι".
Έχει μια τέλεια μέρα έξω. 
Εγώ την έφτιαξα.
Μαγική,
για σένα.

Μη λες "το σκέφτομαι" συνέχεια.
Άσε με εμένα να το κάνω.
Το παίρνω πάνω μου.
Μπορώ.
Υπόσχομαι.
Αυτό έκανα πάντα.

Μη στρέφεις το βλέμμα.
Με ενοχλεί.
Επειδή με κοιτάς 
θέλω να αλλάξω τον κόσμο.

Μη μένεις σε ό,τι έχω πει.
Μου περισσεύουν τόσα.
Κι άλλα τόσα έχω κρατήσει 
για μια ώρα ανάγκης.

Και μην κρατιέσαι.
Ακούς;
Να μην κρατιέσαι
ούτε στο χαμόγελο
ούτε στο φιλί.
Κανείς δεν ξέρει πιο πολύ
τη μέρα μου να φτιάχνει.



30 Μαρ 2015

Το παιχνίδι των Θεών

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, 2012

Το παιχνίδι των Θεών

Στον πνευματικό κόσμο, μια μάχη είναι άλυτη.
Η πιο βαθιά κρυμμένη μέσα στο παιχνίδι των Θεών.
Αλλά δεν είναι ο Δίας με τον Κρόνο οι μονομάχοι,
ο Έρωτας με τον Μορφέα παλεύουν πιο συχνά.

Αντίπαλοι ισάξιοι με πολλά θύματα στο πέρασμά τους.
Ορκισμένοι εχθροί, εκμεταλλευτές ανθρώπινων κορμιών
Καμία ιστορία δεν αφηγήθηκε ποτέ την μάχη τους,
Γι' αυτό κι η φλόγα της δεν έσβησε στον χρόνο.

Σε περίπτωση που ο Μορφέας βγει νικητής,
ο άνθρωπος αδύναμος βιώνει την πλάνη του ονείρου,
το όνειρο φέρνει αναμνήσεις που είχαν ξεχαστεί
κι ο Έρωτας κάθεται στην  άκρη ελπίζοντας.

Μα ακόμη κι έτσι να γίνει,
Η σκέψη ησυχάζει και το μυαλό ηρεμεί.
Μια καινούρια μέρα υπάρχει μετά
που θα γεννήσει μια καινούρια αρχή.

Σε περίπτωση που ο Έρωτας βγει νικητής,
ο άνθρωπος αδύναμος βιώνει την απόλυτη δέσμευση
και τούτα τα δεσμά, πνίγουν το κορμί του σα βραχνάς
κι ο Μορφέας κάθεται στην άκρη ελπίζοντας.

Μα ακόμη κι έτσι να γίνει,
ο Έρωτας ξέρει να απαλύνει τις πληγές
Να κουρνιάζει ανάμεσα στους φόβους
που τόσο επιδέξια σπέρνει η λογική

Ακόμα κι αν όλα αυτά συμβαίνουν
οι Θεοί  αθάνατοι παραμένουν.
Ο άνθρωπος στο τέλος χάνει την μάχη
για να ζήσει ξανά την ιστορία απ’ την αρχή.