17 Μαρ 2016

Θρήνος

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Μάρτιος 2016
Θρήνος


Εγώ, αγαπημένε, σε έχω θρηνήσει από παλιά
Σε κάτι στενά της Μητροπόλεως
Σε κάτι μπαρ της Νίκης
Σε κάτι σιγουμορμουρίσματα  στις διαβάσεις
Στις εποχές του Χριστιανόπουλου

Δεν έμαθα ποτέ τις λεπτομέρειες των χεριών σου
Πως αγγίζουν χωρίς να πονάνε
Και πως κάνουν τον χρόνο να φθείρεται
‘Έχω κρατήσει μόνο ένα λιωμένο ρολόι
Που τυχαία άγγιξες μιαν αδιάφορη Δευτέρα

Σε έχω θρηνήσει βαθιά κι αιώνια,
Στα καλοκαίρια που δεν θα περάσουμε μαζί
Στα παγκάκια που δεν θα ξημερώσουμε
Στα φιλιά που δεν θα σου δώσω την ημέρα
Στις νύχτες που έπρεπε να φύγω απ ‘ το σπίτι
Στις ματαιώσεις του Σαββατοκύριακου
Που δεν θα είναι ποτέ δικό μου

Σ’ έχω ήδη θρηνήσει.
Και δεν υποφέρω που θα φύγεις
Και δεν πενθώ με την απώλεια
Και δεν με χαλνά η απουσία
Kαι δεν υγραίνουν τα μάτια
Και δεν με φοβίζει η λησμονιά

Μη μου λες πως με πληγώνεις
Πως δεν θα μπορώ ν' αντέξω το μετά
Γιατί σε έχω θρηνήσει ήδη
Γιατί αγαπώ μόνο ό,τι φεύγει
Μόνο ό,τι δεν είναι δικό μου

Και σε θρηνώ, για να μην πεθάνεις μέσα μου ποτέ.




12 Μαρ 2016

Η νύμφη

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Μάρτιος 2016

Η νύμφη


Η φύση μου εγωκεντρική
Η ανατροφή μου αριστοκρατική
Το δέσιμο εξ’ ανάγκης
Η σκέψη μου υποτακτική

Η θωριά μου γοητευτική
Αιθέρια διονυσιακή νύμφη
Με το τόξο της Αρτέμιδος
Βγαίνω για κυνήγι το πρωί

Οι ωμοπλάτες μου βαριές
Άρσεις συναισθημάτων
Βυθίσεις αναλγησίας
Και μετρώ απ’ την αρχή

Το στέρνο σμιλεμένο και βαθύ
Ν’ αντέχει τις κρούσεις
Τίποτα δεν λυγάει με την αφή
Εκτός αν είσαι ρίψασπις

Το μυαλό μου ένα διαμάντι
Χαράζει των ανθρώπων τις ζωές
Ατέρμονες αιχμές και έλκη
Σε κάθε αγαπημένου το κορμί



7 Μαρ 2016

O Άνδρας του ενός εκατομμυρίου δολαρίων

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Μάρτιος 2016

O Άνδρας του ενός εκατομμυρίου δολαρίων

Καθόταν στην γραφομηχανή της και δακτυλογραφούσε βιαστικά, ασκώντας πίεση στα μικρά κομβία.  Όταν έβρισκε χρόνο από τα ακαδημαϊκά της καθήκοντα, ασχολιόταν με τη συγγραφή. Το τηλέφωνο διέκοψε τον ειρμό της:
-Ναι.
-Καλησπέρα.
-Ποιος είναι;
-Δεν με θυμάσαι;
-Μου ακούγεται γνώριμη η φωνή σας, κύριε, αλλά ποιος είστε;
-Ένας φίλος από τα παλιά.
-Δεν με βοηθάτε.
-Θα θέλατε να με συναντήσετε για να με θυμηθείτε;
-Ο χρόνος μου είναι περιορισμένος για παιχνίδια. Ποιος είστε;
-Αύριο στις 10, στην οδό Παύλου Μελά, έχει ένα γωνιακό καφέ-μπαρ. Θα σας περιμένω εκεί.
Το τηλέφωνο έκλεισε. Συνοφρυωμένη από τον ανώφελο αυτό διάλογο, άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε να γράφει. Μα δεν έβγαιναν οι λέξεις πια. Έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί αυτή τη φωνή, που φαινόταν τόσο οικεία. Έλειπε είκοσι χρόνια από την Ελλάδα, είχε κρατήσει ελάχιστες επαφές και φίλους.
«Μα ποιος παλαβός είναι αυτός πάλι; Και που βρήκε τον αριθμό μου, δεν έχει ούτε ένα μήνα που επέστρεψα στην Ελλάδα», αναρωτήθηκε.

Την επόμενη μέρα, αφού τελείωσε με τις διαλέξεις της, πήγε σπίτι κατάκοπη. Άνοιξε τον υπολογιστή, με ένα σωρό ηλεκτρονικά μηνύματα από φοιτητές να ρωτάνε το μακρύ και το κοντό τους. Άλλες τόσες ώρες για να απαντήσει, να διορθώσει.
«Θέε μου, πάλι δεν θα γράψω τίποτα,  με αυτούς που έμπλεξα, τι ήθελα και γύρισα.» βλασφήμησε.
Το κινητό της χτυπάει ξανά. Μήνυμα από άγνωστο αριθμό: «Σε περιμένω σήμερα.»
«Άντε πάλι αυτός! Τι ζόρι τραβάει ο κόσμος. Δεν έφτασα σαράντα χρονών για να ασχολούμαι με αινιγματικά μηνυματάκια. Και γιατί επιμένει τόσο; Άντε να πάω. Είχα πολλούς καλούς φίλους, μα λείπω χρόνια, και αν δεν τον αναγνωρίσω;» σκέφτηκε.
Ήρθε το βράδυ. Έβαλε ένα μαύρο φόρεμα και ένα μαντήλι στο λαιμό. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε όταν έβγαλε χρήματα είναι να αλλάξει το στυλ της. Το βεστιάριο της ήταν γεμάτο με κομψά και σικάτα ρούχα.
«Θα πάω, κι ό,τι γίνει».

Έφτασε στο μαγαζί που ήταν το ραντεβού της ένα τέταρτο νωρίτερα. Κάθισε στο τραπέζι και παρήγγειλε ένα ουίσκι, με δύο παγάκια. Αφού πέρασε είκοσι λεπτά να ασχολείται με το σημειωματάριο της,  ένιωσε μια φιγούρα να τραβάει την απέναντι καρέκλα. Ύψωσε το βλέμμα της και είδε τον «άγνωστο» φίλο της από τα παλιά.
«Καλησπέρα σας» είπε χαμογελαστός.
«Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε με έκπληξη.
Ο άνδρας έσκυψε και τη φίλησε σταυρωτά με περίσσια οικειότητα και στοργή.
«Πως μπόρεσα να μην αναγνωρίσω τη φωνή σου;» είπε αυτή.
«Σου το ‘λεγα ότι μετά από είκοσι χρόνια δεν θα έχω καμία σημασία για σένα. Δεν θα θυμάσαι, κι ας είναι το μνημονικό σου σύστημα το δυνατό σου χαρτί» απάντησε.
«Δεν άλλαξες καθόλου»
«Ε πως, έχω ασπρίσει εντελώς τώρα. Εσύ όμως, παραμένεις λαμπερή.
«Χαχα. Σιγά, δεν είμαι πια είκοσι χρονών, γέρασα κι εγώ».
«Τα μάτια σου δεν άλλαξαν όμως. Στο ‘χα πει και τότε ότι δεν θα γεράσουν ποτέ».
Αφού πέρασαν μια ώρα να μιλάνε για τα νέα τους, και ήπιαν από δύο ποτά ο καθένας, η συζήτηση άρχισε να χαλαρώνει.
«Θυμάσαι τότε; Που σε φώναζα «άνδρα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων;»
«Nαι! Από ένα τραγούδι αυτής της Lana Del Rey που άκουγες δεν ήταν;»
«Χαχα. Κοίτα τι θυμήθηκες! Ναι, και σου έλεγα τον στίχο: έχεις κατακτήσει τον κόσμο, αλλά με τι κόστος;»
«Και τι έλεγα εγώ μετά;»
«Ότι δεν έχεις κατακτήσει τίποτα.»
«Αλήθεια είναι. Που τα θυμάσαι όλα;!Εσύ όμως τελικά είσαι η μεγάλη και η τρανή. Πως πας με τη συγγραφή, αλήθεια; Γράφεις ακόμα;»
«Ναι. Έχω πάρει και μια vintage γραφομηχανή. Χθες κατέθεσα σε έναν εκδοτικό οίκο μια συλλογή από διηγήματα. Περιμένω απάντηση. Τα πράγματα είναι πιο εύκολα για τα συγγράμματα».
«Είμαι σίγουρος ότι δεν θα απορριφθείς.»
«Υπάρχει μια ιστορία για σένα μέσα».
«Χαχα, αλήθεια; Μετά από τόσα χρόνια;»
«Ποτέ δεν σταμάτησα να γράφω για σένα. Πάντα ήσουν η μούσα μου. Άλλωστε χάρις σε εσένα κατάλαβα ότι μπορώ να γράψω».
«Βλακείες. Το ‘χες πάντα μέσα σου»
«Βλέπω παραμένεις το ίδιο κυνικός και εριστικός»
«Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Γιατί έγραφες για μένα; Αφού εσύ με άφησες.»
«Γιατί είχα δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου. Στο ‘χα πει, σαν χθες το θυμάμαι, «δεν ξέρω αν θα γίνω ποτέ συγγραφέας, δηλαδή να καταφέρω να φτιάξω κάτι άξιο να το διαβάζει κάποιος, αλλά εύχομαι να μπορέσω να βάλλω μια αράδα λέξεις σε μια σωστή σειρά για να περιγράψω το πόσο όμορφος είσαι»
«Ναι θυμάμαι, συνέχεια το έλεγες. Αλλά ήσουν μικρή και μ’ έβλεπες όμορφο, για μένα δεν είχε καμία σημασία.»
«Ήσουν ο πιο όμορφος. Και σε βλέπω μετά από τόσα χρόνια και δεν σου κρύβω πως δεν άλλαξε αυτό. Είχα πολλούς όμορφους άνδρες στη ζωή μου, αλλά εσύ ήσουν πάντα ο πιο ωραίος».
«Υπερβολές» είπε γελώντας.
«Και δεν μου λες, εσύ που με θυμήθηκες μετά από τόσα χρόνια;»
«Έμαθα τυχαία ότι γύρισες. Και άκουγα για σένα από διάφορους, για τις επιτυχίες σου. Και είχα μεγάλη περιέργεια να μάθω νέα σου».
«Κοίτα να δεις! Πάντα θεωρούσα ότι με το που χωρίσαμε θα με ξέχναγες στο λεπτό».
«Γιατί;»
«Γιατί δεν μπορούσες να αγαπήσεις τίποτα.»
«Αυτός ίσως δεν είναι ψέματα. Αλλά περάσαμε καλά μαζί.»
«Ναι, αυτό το «καλά» ήταν το πρόβλημα, καλέ μου.»
«Τι εννοείς;»
«Γιατί νομίζεις ότι δεν γύρισα Ελλάδα;»
«Τι εννοείς»;
«Νομίζεις ότι είχα κανένα καϊλέ να μείνω κάπου αλλού πέρα από την Ελλάδα; Μπορούσα να γυρίσω μετά τις σπουδές μου, και να βρω εδώ δίκτυα αλλά δεν μπορούσα να το κάνω».
«Γιατί;»
«Γιατί ήθελα να ξεχάσω. Έπρεπε να ξεχάσω. Και ξέρεις πόσο δεν μου άρεσε να ξεχνάω. Ήθελα να διαγράψω κάθε περίπτωση να σε πετύχω κάπου έξω, να μάθω νέα σου, να σε ξαναδώ».
«Τόσο κακό σου έκανα; Αφού εσύ με άφησες.»
«Ναι κι εσύ δεν έκανες τίποτα για να με κρατήσεις. Δεν με άκουγες ποτέ. Και δεν μου έδινες χώρο. Ήσουν μεγάλο στραβόξυλο, μα εγώ σ’ αγαπούσα. Θέε μου, πόσο σε αγαπούσα. Και για αυτό έφυγα. Γιατί έπρεπε να αγαπήσω και κάποιον άλλο. Η σχέση μας ήταν τόσο ατελέσφορη που πνιγόμουν. Χρόνια ολόκληρα το πάλευα, να αφεθώ, να δεθώ, μα ήταν λες και δεν ήξερα να αγαπάω κάποιον άλλο εκτός από σένα. Ώσπου, σταμάτησα να προσπαθώ να αγαπήσω κάποιον, για την ακρίβεια δεν αγαπάω τίποτα πλέον. Δεν δίνομαι σε τίποτα. Και δεν με πληγώνει τίποτα.»
Αφού επικράτησε μια παύση περισυλλογής, ο άνδρας είπε:
«Θες να πιούμε ένα ποτό σπίτι μου;»

Πήγανε σπίτι του. Το ποτό δεν άργησε να γίνει φιλιά και χάδια. Παλιοί εραστές, παντοτινοί εραστές. Όταν κατέβασε το καλτσόν της είδε ένα μεγάλο ταττουάζ στο μπούτι της. Ήταν ένας λύκος με τριαντάφυλλα κόκκινα, λες και είναι ποτισμένα με ρανίδες αίματος, και μια λεζάντα που έλεγε: Paradisus est in terra.
«Τι είναι αυτό;» είπε σαστισμένος, γιατί κατάλαβε.
«Εσύ».
«Είσαι εντελώς ηλίθια;! Τι έκανες παιδί μου;»
«Στο έλεγα πάντα, πως τον παράδεισο μου δεν θα τον άγγιζε κανείς. Ούτε καν εσύ που βασίλευες μέσα του. Κάποτε μου χάρισες την ευτυχία, και αυτό δεν ήθελα να το λησμονήσω ποτέ. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Αυτό το ταττουάζ είναι ότι μ' αρέσει περισσότερο πάνω μου».
«Εσείς οι συγγραφείς είστε για δέσιμο!» αναφώνησε , και συνέχισε να τη φιλά.


Μετά από δύο βδομάδες, δημοσιεύτηκε η συλλογή της. Έδωσε συνέντευξη σε εφημερίδα με αφορμή ένα διήγημα της, που χαρακτηρίστηκε «Η επιτομή του θρησκευτικού ρεαλισμούΗ απόδειξη του ότι ο Θεός είναι ένας ωραίος άνδρας, και αγαπήθηκε πολύ». Μόλις τελείωσε τη συνέντευξη της, έφυγε βιαστική για τη διάλεξη της. Στα μισά της ομιλίας της, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο παλιός της εραστής. Έκατσε πίσω στο αμφιθέατρο και άκουσε το μάθημα. Όταν τελείωσε και είχαν φύγει όλοι οι φοιτητές της, την πλησίασε.
«Στο χα πει ότι θα έρθω να παρακολουθήσω μια διάλεξη σου». Της έφερε μπροστά της ένα αντίτυπο των διηγημάτων της. «Τα κατάφερες τελικά».
«Να σου γράψω μια αφιέρωση;»
Έγνεψε θετικά.
Αυτή πήρε την μαύρη πένα της και συλλογίστηκε για λίγα δεύτερα. Άρχισε να γράφει, με τις γνωστές ψιλές και περισπωμένες της.
«Δες την όταν πας σπίτι».

Όταν πήγε σπίτι του άνοιξε το βιβλίο και διάβασε: «Στον άνδρα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Δεν μπόρεσα να αγαπήσω κανέναν, γιατί κανένας δεν φωταγωγούσε όπως εσύ. Να προσέχεις.»