22 Φεβ 2015

Μάτια...


Πάνος Κατσιαούνης


"Κοίταγα τα μάτια σου όση ώρα προσπαθούσες να μου εξηγήσεις γιατί άργησες εκείνο το βράδυ. Έλειπε από μέσα τους εκείνη η λάμψη που υπήρχε όταν με πρωτοείδες να κατεβαίνω τις σκάλες για να σε βρω. Θυμάσαι;

Τέσσερα χρόνια αργότερα κι ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω την ψυχή σου. Να ερμηνεύσω τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα σου, τις κινήσεις των χεριών σου. Τώρα κοιτάς άλλους κι όχι εμένα. Θέλεις κάτι να μου πεις κι εγώ είμαι εδώ για να σε ακούσω αλλά το μόνο που λαμβάνω είναι σιωπή. Όχι σιωπή, απουσία. Δεν είσαι εδώ, παρόλο που το πόδι σου τώρα αγγίζει το δικό μου. Και πάλι σε κοιτάζω σαν να περιμένω κάτι. Αγωνία, σαν αυτή που νιώθει το μικρό παιδί όταν ξετυλίγει το δώρο του. Σκισμένα χαρτιά περιτυλίγματος παντού, γυαλιστερά, κόκκινα, χρυσά, σμαραγδένια και το κουτί... ένα κουτί άδειο.

Μίλα μου. Όχι με το στόμα, αλλά με τα μάτια. Κοίτα με όπως τότε στην αρχή, δεν τα μπορώ αυτά τα ηλίθια κι ανούσια "αντίο" γιατί τα μάτια σου λένε ότι θα ξαναβρεθούμε όμως αυτό δεν ισχύει. Έτσι; 

Κοιτάζεις για λίγο πάλι στο μέρος μου, πίσω μου, κάποιος νεαρός μπήκε και σου τράβηξε την προσοχή. Ίσως και να τον ξέρεις. Δεν έχω ιδέα τι να υποθέσω. Έχεις καταλάβει σε τι διαδικασία έχω μπει; Σε ζηλεύω. Σε μισώ. Σ'αγαπ.. δε θα το πω. Θα ήταν μόνο μια κίνηση απελπισίας να σε κερδίσω πάλι πίσω. Ίσως πάλι να το εννοώ, αλλά τι σημασία θα είχε να το μάθεις τώρα, έτσι; Το ξέρεις. Το χεις δει με τα ίδια σου τα μάτια. Αδιαφορείς. Και θα στο έκανα πιο δύσκολο να μου πεις την αλήθεια.

Την ξέρω. Την έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και τα δικά μου και τα δικά σου. Σε ξέρω. Ντρέπομαι που το λέω αλλά δε μου αρέσει να υποκρίνομαι. Μαζί σου δεν το έκανα ποτέ. Δεν είπα ψέμματα, δεν είπα πράγματα που δεν ισχύουν. Σου έλεγα πάντα αλήθεια. Θυμάσαι;

Πέρασα πάλι από εκείνο το σοκάκι που φιλιόμασταν παράνομα, ηλίθιος ο τρόπος που συνδυάζω τις λέξεις όταν σε κοιτάζω. Κανένα φιλί δε θα πρεπε να θεωρείται παράνομο. Κακός ο κόσμος, "μην τους ακούς" μου έλεγες. Και σε πίστεψα. Και κοιτούσα μετά τα μάτια σου, που είχαν αφεθεί πάνω μου με ανυπομονησία για το επόμενο φιλί. Θυμάσαι;

Ζήτησα από τους πάντες να μου βρουν μια σκέψη για να με κρατήσει δυνατό, όταν θα ερχόταν εκείνη η μέρα που θα έφευγες και το ήξερα οτι θα φύγεις. Απλά δεν περίμενα να ήταν τόσο σύντομα. Μόνο η δική σου εικόνα με έκανε για δευτερόλεπτα να νιώθω οτι δεν υπάρχει εμπόδιο μπροστά σε μένα και στην αιώνια ευτυχία. Δευτερόλεπτα ήταν, δεν κράτησε πολύ. Συνέχιζα να αισθάνομαι άτρωτος αλλά πλέον ήμουν ένα τέρας μέσα στο κελί του ανθρώπινου μου σώματος. Πάσχιζα να σου κάνω κακό. Σε μένα. Στους άλλους. Δεν ήθελα αυτό για μας. Αυτό που ήλπιζα για σένα και για μένα ήταν άλλο. 

Θυμάσαι; 

Όχι. Αποκλείεται να το θυμάσαι. " 



17 Φεβ 2015

Tρωάδ(ει)α

-Στέλλα - Λουΐζα Κατσαμπή, Φεβρουάριος 2015

Tρωάδ(ει)α


Εμένα Ελένη δεν με λένε
και από έρωτα δεν απήχθηκα ποτέ

Ταξίδεψα στην Τροία,
επισκέφθηκα τον Ίππο
Με ερωτεύτηκε, μάλιστα, κι ο Πρίαμος
μα πέθανε στη μάχη μου νωρίς

Περιπλανήθηκα στις ερημιές
αποκαΐδια, στάχτες και καημοί
Κι ήμουν ήδη μία ρίψασπις

Ο Αχιλλέας με πολέμησε
Κι ο Φοίβος τον τιμώρησε ευθύς
Μου 'κανε δώρο την φαρέτρα του
Διακόσμησα ωραία το χάος μου

Ο Όμηρος,  μ' αγάπησε πολύ
Μα τυφλός, τυφλώς δικαίωσε
Ήρθε η συντέλεια, ερείπια όλοι πια
έμεινα μόνη και κενή

Ν' αγαπάω τον Πάρη
που δεν μου ΄δωσε το μήλο του ποτέ.



9 Φεβ 2015

Μικρές ιστορίες

-Στέλλα - Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2015
Αfter Midnight Stories
Part I

Κατέβασε με προσοχή το μαύρο κομπινεζόν της και ετοιμάστηκε να μπει για μπάνιο. Τα κιλά της ξεχείλιζαν τις γραμμές της δημιουργώντας πληθωρικότητα στο σώμα της.
«Κουράστηκα πια» μονολόγησε. «Φτάνει πια με αυτό το σώμα, δεν θα αλλάξει ποτέ.»
Στο μπάνιο μπαίνει ο σύντροφός της διακριτικά.
«Συγγνώμη, δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ» σχολίασε με τόνο απολογητικό.

«Αγάπη μου, μην είσαι ανόητη» της είπε.«Κοίτα τι όμορφη που δείχνεις όταν γδύνεσαι, πόσο ελκυστικές φαντάζουν οι καμπύλες σου λουσμένες απ’ το φως. Έχεις ατέλειες και δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό σε μια γυναίκα από το να είναι τελείως ατελής. Κοίτα αυτά τα υπέροχα μαύρα μαλλιά και τα μάτια σου, πόσο πλούσια και γερά είναι. Μετά από τόσο καιρό μπορώ να κοιτάζω στα μάτια σου και να βλέπω την ίδια οξύνοια, την ίδια εκφραστικότητα που διέκρινα την πρώτη φορά που σε είδα.  Κάνε το μπάνιο σου τώρα και έλα να ξαπλώσεις. Εκεί ο κόσμος δεν χωράει τίποτα λιγότερο όμορφο από τους δύο μας να κάνουμε έρωτα. Μην αργήσεις.»

Part II

Του άρεσε να του ανάβω το τσιγάρο με το δικό μου. "Μεγαλύτερο μπαρούτι από τα χείλη σου δεν υπάρχει, γιατί να πάω στο αέριο" μου έλεγε περιπαικτικά. Έτσι ξεκίνησαν και οι δικές μου κακές συνήθειες. Η μεγαλύτερη αυτή κατάχρηση ήταν ό,τι έχω να θυμάμαι από εκείνον. Και κάθε φορά που φυσούσα θύμωνα με την κατάσταση, τον εαυτό μου κι όλα όσα νιώθαμε. Γιατί έτσι είναι τα ερωτικά ενθύμια, σε σκοτώνουν αργά, μα τα έχεις ανάγκη όταν η ζωή αφήνει τους έρωτες ανεκπλήρωτους.  
Τα χείλη μας δεν ενώθηκαν ποτέ αλλά μοιραζόμασταν την πίσσα, τον άνθρακα, την νικοτίνη. Ήταν η μοναξιά, ο θάνατος, η βρώμα που μας έφερνε κοντά, η ίδια επιθυμία για το χάος της οδύνης. Δεν μπλέκει κανείς άλλωστε με το ανεκπλήρωτο αν δεν οπλιστεί με κραυγές απόγνωσης, καταχρήσεις και σαρκοβόρες νύχτες λησμονιάς.
Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε, είχαμε ξεμείνει στην παραλιακή, δεν περνούσαν λεωφορεία. Είχε λεφτά μα δεν ήθελε να φύγει, κι εγώ δεν άντεχα να γυρίσω σπίτι χωρίς να πάρω αυτό που ήθελα. Αντί για το πολυπόθητο φιλί πήρα μια τεράστια αγκαλιά, από εκείνες τις ζεστές, τις αμήχανες, αυτές που δίνουν οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν μα δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μην το ζήσουν. Κι εκεί ένιωσα, σαν να ήμασταν φτιαγμένοι από διαμάντι. Εξοστρακίζαμε τα αστέρια που έπεφταν σαν σφαίρες και πληγώναμε όλους όσους αγαπούσαμε, μόνο και μόνο, για να κρατηθούμε λίγο ακόμα στη στιγμή, για να μοιραστούμε εκείνες τις τελευταίες πλατωνικές συναλλαγές.

Και όσα τσιγάρα κι αν καπνίσω για να κρατήσω την αγκαλιά εκείνη ζωντανή, τόσο τα χέρια σου γίνονται στο λαιμό μου ένας βραχνάς. 

Part III

Aλίκη μου, η χώρα των θαυμάτων δεν υπάρχει πια. Λησμονήσαμε τον τρελοκαπελά, τον βιαστικό λαγό και την σοφή σου γάτα. Άπαξ και μεγαλώσουμε δεν μπορούμε να μικρύνουμε, δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, να μας συγχωρέσουμε τα πάντα. Οι ανάγκες μας γίνονται βίαιες, μανιασμένες, ενστικτώδεις και δεν το αντέχουμε αυτό. Για αυτό και χάνουμε τα όρια, πίνουμε πολύ, καπνίζουμε ακόμα περισσότερο, ελαφριά ναρκωτικά και σχέσεις καταστροφικές.
Τώρα πια είμαστε πραγματικά τρελοί. Και δεν μας κυνηγάνε βασίλισσες και τραπουλόχαρτα, δεν πίνουμε τσάι. Πίνουμε καφέ, πολύ καφέ, για να γεμίσει η μέρα, να γεμίσει ο χρόνος, να καταπιέσουμε κάθε βιολογική ανάγκη ύπνου για να αντέξουμε. Έτσι, θέλει το σχολείο, το αφεντικό, ο προϊστάμενος, η μάνα μας. 

Παίζουμε πια κρυφτούλι, Αλίκη, από τους εαυτούς μας, από τον έρωτα, από τις απουσίες. Και δεν θα είναι όλα ένα κακό όνειρο, θα είναι η ζωή μας ολάκερη. Η χαμένη, η μη κερδισμένη, η μία και μοναδική.
Part IV

Τον είδα πολλές φορές να χάνεται, γρήγορα, βιαστικά από μπροστά μου. Μου γύριζε την πλάτη τόσο αριστοτεχνικά, χωρίς να καταλαβαίνω πως θα λείψει μέρες, μήνες. Πάντα πίστευα ότι θα εμφανιστεί σε κάποια γωνιά, θα μου γνέψει κάτι μόνο για μένα, να το ξέρω μόνο εγώ ή να με περιμένει κάτω απ’ το σπίτι, κρατώντας μόνο το πανωφόρι του.
Και σκέφτομαι τις μικρές εκείνες στιγμές ασφάλειας που ένιωθα όταν τον έκανα να γελάει ασυγκράτητα. Ένα γέλιο τόσο χειμαρρώδες, πανέμορφο, σαν να τραγουδούσαν οι Μούσες κάποιον ύμνο ιεροτελεστικό. Αν ζούσε ο Μπετόβεν είμαι σίγουρη πως θα έγραφε κάποια σονέτα για το γέλιο του, κι είναι κρίμα που ποτέ κανένας Σαιξπηρ δεν θα γράψει μια σονάτα μόνο για αυτόν.
Κι αναρωτιόμουν, όλο αφέλεια πάντα, πως είναι δυνατόν να τον κάνω τόσο χαρούμενο και να μην με γουστάρει. Λες και ο συντελεστής του πόθου είναι η ευτυχία κι όχι η εξουσία. «Ευτυχισμένο σε κάνει κι ένα κουτάβι, δεν θες να καβλαντίσεις μαζί του», έλεγα περιπαικτικά στον εαυτό μου.  Αισθανόμουν παντοδύναμη, όμως, πως μπορώ κι εγώ να τον κρατήσω, να τον έχω στα χέρια μου, δίνοντας του ενέσεις επιβεβαίωσης και χαράς. Αλλά όπως λέει κι ο Χριστιανόπουλος «κάθε φορά που νομίζω πως σ’ έχω στο χέρι, βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος»1.
 Γιατί, στις ανθρώπινες σχέσεις, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το παιχνίδι εξουσίας και κυριαρχίας. Σκοπός των ανθρώπων δεν είναι να σε έχουν, αλλά να μην σε έχει άλλος, δεν θέλουν να είναι στη ζωή σου αλλά σου υπενθυμίζουν συνεχώς την παρουσία τους. Δεν τους ενδιαφέρει να ζήσουν μαζί σου αλλά ενδιαφέρονται να ξέρουν πως κοντά τους, νιώθεις ταραχή και ενδιαφέρον. Το "είσαι δικός μου" είναι μικρό μπροστά στο "δεν θέλω να είσαι ούτε δικός μου, αλλά ούτε και κανενός άλλου". Και δεν ανάγω τούτη την τάση ούτε σε ανασφάλειες ούτε σε απουσία ενδιαφέροντος. Απλά δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για να αντέχουν το φλερτ όλων. Kαι αυτό είναι κάτι που ο ισχυρός συνήθως το εκμεταλλεύεται και "αδύναμος" το παρερμηνεύει.  Έτσι, δεν μ΄ άφηνε, κι αυτός, μήτε να τον αγγίξω μήτε να τον χάσω.
 Κι όταν μου έλειπε, συχνότερα από όσο θα ήθελα να μου λείπει, έκανα μικρές αναδρομές , παντού, για δευτερόλεπτα δεν επικοινωνούσα με τον κόσμο. Προσπαθούσα μανιωδώς να μην λησμονήσω τίποτα, να μην ξεφύγει ούτε σπιθαμή γεγονότων και στιγμών. Και, βέβαια, στα κλεφτά, να μην με καταλάβουν οι άλλοι ότι έπαψα να τους παρακολουθώ. Βέβαια, όσοι με ήξερα, καταλάβαιναν ότι σκεφτόμουν εκείνον, γιατί διέκριναν εκείνο το ελάχιστο μειδίαμα που σχηματίζονταν στην άκρη των χειλιών μου, και πως τα μάτια μου έλαμπαν σαν τις κεχριμπαρένιες κόρες γάτας στο σκοτάδι. Δεν μπόρεσα να τους κρυφτώ ποτέ.
Και είναι αστείο, μου έλεγε μια φίλη, πως όταν είμαι μαζί του, ακόμα και ο πιο άσχετος στον έρωτα θα καταλάβαινε ότι είναι ο εκλεκτός. 

1: Ντίνος Χριστιανόπουλος (Μάρτιος 1997), Από το Κορμί και το Σαράκι. Εκδόσεις ΜΠΙΛΙΕΤΟ