22 Ιουν 2015

Μικρές Ιστορίες II

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή,  Ιούνιος 2015

PART I

Η Δύση μιας Ανατολής


Όλη μέρα να καίει το μικρό φωτιστικό στο κομοδίνο. 'Έπεφτε στο κρεβάτι μόνο αφού ξημέρωνε, αφού έβλεπε την Ανατολή. Και αυτή η ρουτίνα ήταν μονόδρομος. Οι μέρες της περνούσαν αργά και βασανιστικά, με όλα αυτά που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οι εκπολιτισμένοι άνθρωποι. Λίγο σχολή, λίγος καφές, λίγο από δω, λίγο από 'κει, λίγο να είχαμε, να λέγαμε,  λίγο σε δουλειά να βρισκόμαστε. Πόσες αδιάκριτες φιγούρες την περιτριγύριζαν έτοιμες να σηκώσουν τον δείκτη ή το μεσαίο δάκτυλο και να εκπνεύσουν ένα βδέλυγμα ενδιαφέροντος και κρίσης. Περνούσε ανάμεσα στους περαστικούς και άκουγε τα όμορφα ηλιοβασιλέματα που είδαν σε χώρες, με ανθρώπους, σε όνειρα κάποια θερινής νύχτας δίπλα από μια λαδωμένη θάλασσα. Κι αυτή δεν είχε δει ούτε ένα στη ζωή της. 
"Είναι άνθρωποι-ηλιοβασιλέματα" σκεφτόταν. Έτοιμη να πεθάνουν. Μια ολάκερη ανθρωπότητα στραμμένη προς  τη Δύση, που της δίνει πολλά ονόματα: Θάνατο, Παράδεισο, Κόλαση, Κάθαρση. "Κι όσοι ματαιόδοξοι ακολουθήθηκαν από δαύτους έγιναν Θεοί. Μα όταν χάθηκε κι ο τελευταίος πιστός, εξαϋλώθηκαν σαν κόκκοι άμμου στην ακροθαλασσιά. Εγώ δεν είμαι έτσι", συλλογίζονταν. 

"Η φύση πάντα κρύβει καλά τα μυστικά της, για αυτό και κοιμόμαστε τα βράδια" συνήθιζε να παρηγορεί τους φίλους που ανησυχούσαν για τις λίγες ώρες που κοιμάται. 
Ήταν απίστευτο το πως ξεγελούσε τον εαυτό της με αυτά τα φιλοσοφικά φληναφήματα. Ήξερε ότι απλά φοβόταν να παραδεχτεί την κακή της σχέση με το τέλος. Οποιοδήποτε τέλος. Και το ξημέρωμα ήταν πάντα η ασφαλής, ευχάριστη αρχή. Τα τέλη είναι συνήθως δυσάρεστα, για αυτό τα απέφευγε. Παντού ο κόσμος της ήταν μισοτελειωμένος. Κάτι παζλ αφημένα στην άκρη, κάτι έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ, κάτι παρέες που δεν έγιναν φιλίες. Μόνο τις λάμπες όταν καίγονταν άλλαζε, μη τυχόν και χρειαστεί να ανάψει κάποιο μεγάλο φως, και φωτιστούν όλες οι σκοτεινές γωνίες της μοναξιάς της, όλοι οι φόβοι της, όλες οι απουσίες της.  Μόνο για αυτό δεν κοιμόταν τα βράδια. Γιατί μετρούσε... Έβγαζε το κομπιουτεράκι και λογάριαζε, τι έχει, τι έχει να ζήσει μέχρι  τη Δύση, μέχρι το τελευταίο ηλιοβασίλεμα.


PART II

O τελευταίος οργασμός

Βρισκόμασταν κάθε μήνα σε ένα Πεντάστερο ξενοδοχείο.  Μέναμε μόνο μια νύχτα κάθε φορά. Πάντα την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο, χειμώνα- καλοκαίρι. Φορούσε δυο μεγάλους κρίκους στα αυτιά και πάντοτε κάποιο μακρύ φόρεμα. Δεν μετάνιωσα ποτέ τα 1000 ευρώ που έδινα στη σουίτα, ήταν μόνο για αυτήν.
Κάθε φορά υπήρχε η ίδια ιεροτελεστία. Έμπαινε στη τεράστια γωνιακή μπανιέρα, με το τζακούζι ήδη να αναβλύζει. Με άφηνε να βλέπω. Εγώ καθόμουν άτσαλα στο έπιπλο του μπάνιου και κάπνιζα το πούρο μου, χαϊδεύοντας τα γκριζαρισμένα μου μούσια, νευρικά. Αυτή έκανε σαν να μην με έβλεπε, δεν υπήρχα για αυτήν εκεί μέσα. Έλουζε τα μαλλιά της, μπλέκοντας βαθιά τα μακριά δάχτυλα της μέσα τους. Έπειτα, έβαζε το λίπος αυτό που βάζουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους για να τα κάνουν μαλακά και λαμπερά. Ένα παχύρρευστο, γεμάτο αρώματα –συνήθως βανίλιας- ξύγκι, που με έκανε να ανατριχιάζω ολόκληρος. Άπλωνε τα πόδια της, και τα έτριβε απαλά με το γεμάτο αφρό σφουγγάρι. Έπειτα, χάραζε τεράστιες κάθετες γραμμές με το ξυράφι της, περνώντας με τον ίδιο τρόπο της μασχάλες και το εφηβαίο της. Θεέ μου, δεν χόρταινε κανείς να τη κοιτά! Είχε κάτι μαγικό στις κινήσεις της, κάτι απόκοσμο, έμοιαζε με αερικό.

Μόλις τελείωνε το μπάνιο της χτένιζε απαλά τα μαλλιά της, και ερχόταν προς το μέρος μου. Κάθε φορά καθόταν πάνω στα ισχία μου εκμεταλλευόμενη την δύναμη που μπορούσε να προκαλέσει στον ανδρισμό μου. Κάθε φορά ήταν αυτή που με έπαιρνε.
Έχω να την δω πέντε μήνες. Δεν εμφανίστηκε ξανά στο ραντεβού μας μετά από τη τελευταία φορά. Έπρεπε να το ‘χα καταλάβει ότι κάτι άλλαξε. Καθώς την παρακολουθούσα στο μπάνιο της, οι κινήσεις της ήταν βιαστικές και απρόσεκτες. Κόπηκε ανάμεσα στα πόδια της από τη λεπίδα. Δεν παραπονέθηκε, μόνο εξέπνευσε δυσαρεστημένη. Αμέσως μετά με κοίταξε, και βλέποντας με βαθιά μέσα στα μάτια, άφησε τα δάχτυλα της να γλιστρήσουν κάτω από τη βουβωνική της περιοχή. Είχε χάσει τον έλεγχο και έδωσε στον εαυτό της ένα τεράστιο οργασμό. Για πρώτη φορά με έκανε κοινωνό των σκέψεων της, κοιτάζοντας με, προκαλώντας με.
-Σίλια; της είπα ευγενικά.
- Ναι;!
- Σήμερα θα σε γαμήσω εγώ.



PART III


Ο Σάτυρος της γεύσης


Ξύπνησα χουρχουρίζοντας, αργά. Το σπίτι μοσχοβολούσε φρεσκοκομμένο ελληνικό καφέ, βαρύ και μερακλήδικο. Πήγα στην κουζίνα και τον είδα να στέκεται μπροστά στο τηγάνι, πασαλειμμένος όλος με ζύμη.

« Τι φτιάχνεις; » τον ρώτησα.
« Αυγόφετες της γιαγιάς » απάντησε χαμογελαστός.   

Μου είχε πει για την γιαγιά του. Την είχα δει μάλιστα σε φωτογραφία, και είναι λες και τον έβλεπα σε θηλυκή μορφή. Την χάζευα καμιά φορά, στην κορνίζα, πάνω απ’ τον φούρνο. Μια γυναίκα με Σμυρναίικη καταγωγή, μεγαλοκυρία, κομψή και πάντα παρφουμαρισμένη. Όταν επρόκειτο, όμως, για τον εγγονό της γινόταν η πιο καλή και ταπεινή μαγείρισσα. Πάντα πασαλειβόταν με ζύμη «δεν έχει νοστιμάδα αλλιώς τζιέριμ» έλεγε. Κι αυτό φαίνεται ήταν το βασικό συστατικό της τέχνης του, που από παιδί το έβαζε παντού.
Είχε τις πιο ευφάνταστες ιδέες για τα φαγητά. Μπέρδευε την ζωγραφική με την χημεία, σωστός αλχημιστής. Δεν έμπαινε, όμως, μόνο στη μαγειρική του η «νοστιμάδα». Το φιλί του είχε μια γεύση καραμελωμένου πικραμύγδαλου και οι αγκαλιές του, σου άφηναν μια οσμή βανίλιας, την οποία την κουβαλούσα όλη την υπόλοιπη μέρα. Ακόμα, και η πιο κοινή κολόνια, μύριζε διαφορετικά στο ph του δέρματος του. Τον αποκαλούσα χαϊδευτικά «Σάτυρο», γιατί ήταν από μόνος του ένα όργιο αισθήσεων και παραισθήσεων.
Kάθησα στο τραπέζι και περίμενα το πρωινό, πίνοντας μια γουλιά καφέ. Μου προσέφερε δύο μεγάλες, ασύμμετρα κομμένες αυγόφετες, με μπόλικο μέλι και καρύδι.
Στην πρώτη μπουκιά, αισθάνθηκα τo μαγικό συστατικό του να με συναρπάζει. Η φαντασία μου διεγέρθηκε και κάλπασε στην Αρχαία Ελλάδα. Τρύπωσα σε βραδινά Λουκούλλεια συμπόσια, με τις γνωστές παρεκτροπές. Ταξίδεψα στα Ελευσίνια Μυστήρια, και στις τελετές που δέσποζαν όμορφες νεαρές παρθένες. Και σταμάτησα, στην εικόνα της γιαγιάς του, να κάθεται στωικά πάνω από ένα τηγάνι και να σιγοτραγουδά, όσο ο εγγονός της περίμενε το πρωινό του. Το μυαλό μου πλημμύρισε από ένα σωρό εικόνες που δεν είχα ζήσει, ούτε καν είχα ονειρευτεί.
Δεν υπήρξε δεύτερη μπουκιά. Το υπόλοιπο πρωινό το έφαγα μετά το προσωπικό μας διονυσιακό γλέντι.

PART IV

Το λουτρό των παραισθήσεων


Το νερό δεν άργησε να αφρίσει. Η βόμβα αλάτων έδωσε ένα μπλε του ουρανού και οι μικρές διάσπαρτες φουσκάλες ήταν τ’ αστέρια. Πόσο όμορφο να βλέπει κανείς μια καθρεφτισμένη θάλασσα σε μια ταπεινή μαντεμένια μπανιέρα.
Μα όσες χημικές αντιδράσεις κι αν συνέβησαν στο βαθύ γαλάζιο, δεν έφταναν την τρέλα των εγκεφαλικών μας συνάψεων. Σαν ένα χημικό εργαστήρι, τα κεφάλια μας βούιζαν δυνατά, τα νεύρα μας τσιτώνονταν στην ζεστασιά της υγρασίας και οι ορμόνες αντάλλασσαν τρυφερά χάδια μεταπηδώντας από κύτταρο σε κύτταρο. Τα σώματα μας, δοχεία που κουβαλούσαν ερωτικές αναθυμιάσεις και ξεσπούσαν ξανά και ξανά σε κάθε επαφή.

-«Μόλις εκπλήρωσα ένα όνειρό μου μαζί σου» είπα διστακτικά.
-«Τι εννοείς;» ρώτησε με κλειστά τα μάτια, θέλοντας να απολαύσει κάθε μικρό φώνημα που θα ξεπροβάλλει απ’ το στόμα μου.
-«Έγινα μια πρωταγωνίστρια. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός. Σανίδι, χειροκρότημα, υποκλίσεις και πολλά μεγαλεία. Αλλά δεν είμαι μια Στάρ του σινεμά, μήτε του σανιδιού. Είμαι μια Στάρλετ της πραγματικότητας, της αληθινής ζωής. Είμαι μια Λολίτα1 που δεν έγραψε ο Nabokov, είμαι η Schneider που δεν χόρεψε το Ταγκό2 της στο Παρίσι, αλλά σε ένα καλντερίμι μαζί με έναν όχι και τόσο άγνωστό της Μπράντο. Kαι ζω την δική μου «Λογική και Ευαισθησία»3, σε ένα μπάνιο δύο επί δύο, με το δέρμα μου βαθιά μουλιασμένο στον δικό μου, μονάκριβο μου ρόλο.
-«Βλέπω το κοινό στα έργα που επέλεξες. Μα πρόσεχε. Σου έχω κι εγώ ένα. Το ξέρεις καλά, κι αγαπάς τον σκηνοθέτη. Θυμάσαι τη λέει ο Woody;! ‘’Δεν είμαστε χαρακτήρες σε ένα επιστημονικό κατασκεύασμα. Για αυτό, μην με ερωτευτείς»4.

Ανταλλάζαμε για ώρες στιχάκια, ατάκες, γραμμές από βιβλία, φιλιά. Ώσπου το νερό κρύωσε. Ήρθε η ώρα για την υπόκλιση. Μα δεν πέφτει πια η αυλαία. Κι ούτε θα πέσει, μέχρι να αδειάσει η κλεψύδρα. Μέχρι να σταματήσει ο χρόνος, ή η καρδιά μου χτυπά.



*1:Lolita, NabokovVladimir (1955)               2:Last Tango in Paris, Bertolucci Bernardo (1972)
  3:Sense and Sensibility, Jane Austen (1811) 4:Deconstractin Harry, Woddy Allen (1997)

10 Ιουν 2015

Νostalgia

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιούνιος 2015
Nostalgia

From the Depths of my Womb
Till the last cell of my entire body
I keep constantly searching for your traces
‘Cause every touching has a memory

Lately, my nights became unbearable
It’s all these unfulfilled daydreams
Dashed in the roads of this messy town
In which I have desperately sought you

Holding me tight to your body
I was like a mighty Phoenix  
Burning in my flames, unbreakably
Playing puzzle games with Death

And you left so many times
Letting my corps in ashes
No flowers, no trees, only this infinite nostalgia left
Making my life an avast desert of thoughts

The place I call “Nostalgia” has room only for one.
My only one, my special one, my never-ending lover
I will decorate it with the brightest colors of the universe
And there, you can be safe in the rootsof my memory.