12 Ιαν 2018

Σε εκείνο το λόφο, δεν φυτρώνουν παπαρούνες

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2017

Σε  εκείνο το λόφο, δεν φυτρώνουν παπαρούνες

Η Μαρία-Έλενα ήταν μια έξυπνη κοπέλα. Ήταν υπάλληλος γραφείου και περπατούσε καθημερινά ένα χιλιόμετρα για να πάει στην εταιρία στην οποία δούλευε. Ξεκινούσε στις εννιά και τελείωνε στις τέσσερις. Έπειτα, πήγαινε στη μητέρα της έτρωγε και γυρνούσε σπίτι, να αλλάξει και να πάει γυμναστήριο. Έβλεπε τους φίλους της κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο. Οι κυριακές ήταν αφιερωμένες στο διάβασμα και στο να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό της. Που και που ερχόταν και κάποιος εραστής σπίτι της. Της άρεσε η γιόγκα, οι κωμωδίες και να πηγαίνει βόλτα το σκύλο του γείτονα κάποια απογεύματα.
   Μια μέρα, η Μαρία-Έλενα, αποφάσισε να πάρει το σκύλο του γείτονα και να πάει βόλτα στην εξοχή. Υπήρχε ένας λόφος με θέα την πόλη στα δεκαπέντε χιλιόμετρα, και ήταν μια ηλιόλουστη Κυριακή. Πήρε το μικρό μαλτεζάκι, το έβαλε στο χιουντάι της και ξεκίνησε όλο χαρά για τον κοντινό λόφο. Στη Μαρία-Έλενα άρεσε να μένει μόνη της και να διαβάζει βιβλία. Περπάτησε, λοιπόν, με το κουτάβι μέχρι την κορυφή του λόφου και κάθισε στο γρασίδι, απλώνοντας ένα λευκό σεντόνι επάνω του. Άνοιξε το βιβλίο της και ξεκίνησε να διαβάζει, τρώγοντας ένα μήλο.
  Η Μαρία-Έλενα ήταν μια έξυπνη κοπέλα γιατί δεν σκεφτόταν πολύ. Όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, σχεδίαζε μεθοδικά, βήμα προς βήμα την επίλυση του και δεν αναλωνόταν καθόλου σε διαδικασίες υπερανάλυσης και χαοτικών, ενεργοβόρων σεναρίων. Ήθελε να κάνει τρία παιδιά, να έχει ένα μικρό σπίτι στην εξοχή και να περνάει χρόνο με τα παιδιά της και το σύντροφό της τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα. Φανταζόταν πως σε 10 χρόνια από τώρα θα τα είχε πάρει προαγωγή και θα ήταν υπεύθυνη προσωπικού. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά της και ήθελε να είναι επιτυχημένη ως μαμά και εργαζόμενη.
  Ενώ, λοιπόν, η Μαρία-Έλενα καθόταν στο λόφο, παρατήρησε πως δεν υπάρχουν παπαρούνες τριγύρω, που συνήθως εκείνη την εποχή ξεφύτρωναν αδέσποτα παντού. Είδε το πράσινο γρασίδι να απλώνεται παντού ώσπου δεν έπιανε το βλέμμα σου τον ορίζοντα. Τότε για πρώτη φορά αναλογίστηκε τη ζωή της. Όλα ήταν ένα απέραντο πράσινο γρασίδι, μια επιφάνεια σαν καρδιογράφημα, που δεν είχε τίποτα κόκκινο μέσα, δεν είχε τίποτα ενθουσιώδες και με πάθος στη ζωή της. Όλες οι σχέσεις της ήταν ήρεμες και έληγαν φιλικά, επειδή έκανα τον κύκλο τους. Η σχέση της με τους γονείς ήταν ήπιες και αγαπημένες, με ισορροπία και κατανόηση. Η  φιλίες της τα ίδια. Στα επαγγελματικά της όλοι την σέβονταν και την περιποιούνταν.
  Κοντοστάθηκε για λίγο και σκέφτηκε: ζω μια ζωή που δεν έχει τίποτα ευφάνταστο και ενθουσιώδες. Δεν υπάρχει τίποτα υπερβολικό και ακραίο, που να με κάνει να νιώθω κάτι έντονο και μοναδικό. Όλα είναι επίπεδα και ήρεμα. Ακούω και διαβάζω για ανθρώπους που ζούνε συντριπτικά πάθη, παλεύουν μανιωδώς να ανελιχθούν και να πετύχουν, αγωνίζονται να κατακτήσουν τα αδάμαστα, κι εγώ τι; Θα κάνω μια μονότονη, φυσιολογική ζωή, όπως όλοι οι άλλοι. 
 Η Μαρία-Έλενα έκλεισε το βιβλίο, πήρε το σκύλο, μπήκε στο αμάξι και αγνόησε παντελώς αυτές τις σκέψεις, γιατί ήταν μια έξυπνη κοπέλα.


4 Ιαν 2018

Αδέσποτες σκυλίσιες ιστορίες με αχάιδευτες γάτες

Αδέσποτες σκυλίσιες ιστορίες με αχάιδευτες γάτες

Ι
«Κοιτάζω τους περαστικούς που πάνε βόλτα τα σκυλιά τους. Τους φοράνε όμορφα, φανταχτερά ρούχα για να μην κρυώνουν. Αναρωτήθηκα πόσες φορές με πήγε βόλτα κάποιος, αφού με είχε φροντίσει, χαϊδέψει και ντύσει ζεστά. Τρίτη απόγευμα, θα ‘θελα να ‘μια σκύλος. Διάολε θα ήθελα απλά να είμαι ένας σκύλος»

ΙΙ


-Τέως-

Είμαι η τέως. Η τέως ευτυχισμένη άρα και τέως αθάνατη, τέως δυστυχισμένη άρα και τέως θνητή, τέως( ποιήτρια αρα λησμονηθείσα, τέως ερωτευμένη, ευλογημένη, ταλαντούχα, ερωμένη, λατίνα και συνεπαρμένη, με βεγγαλικά για συναισθήματα και μενεξεδιά ηλιοβασιλέματα στους κόρφους μου. Δεν είμαι νεκρή αλλά δεν με λες και ολοζώντανη, ανιαρή ψυχούλα του Θεού θα έλεγα, που ξυπνάει πρωί, τα κάνει σχεδόν όλα σωστά και έντιμα. Δεν έχω να πω τίποτα σε αυτόν τον κόσμο, μήτε σε κάποιον άλλο καλύτερο, δικαιότερο, ομορφότερο. Αλλά κι ότι είχα να πω τελικά το ήξερε ήδη, και πολύ μου κόστισε δαύτη η επαΐζουσα ψυχρολουσία.
Βρείτε μου κάτι νέο, φωσφοριζε, γλυκαναλατο και πρόστυχο να σας το ισοπέδωσω. Φέρτε μου όλη την παγκόσμια λογοτεχνία να τη διαβάσω, μπας και γράψω τίποτα της προκοπής, γιατί απ όσα έχω γράψει είδαν όλοι οι άλλοι προκοπή πέρα από εμένα.
Μα να, είναι που έχω εξαντλήσει όλες τις ψυχές μου και η τελευταία βρέθηκε να φέρει τον τίτλο της τέως. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Ποντάρω στο να μην μπει το Αμήν. Γιατί είναι η μοναδική μου ανθρώπινη.

ΙΙΙ
«Κακό κορίτσι, αγαπούσες τα φώτα και τις ψευτιές, τα βδελύγματα που έβγαιναν ανεπαίσχυντα από τα χείλη όσων λάτρευες, τα σαλιωμένα φιλιά και την τριχόπτωση σε λευκά πατώματα. Τα έβρισκες θεϊκά τα πατώματα και κυλιόσουν με τις ώρες, κουβάρι γινόσουν και σε μαδούσαν, σα μάραιναν, οι τύραννοι, οι δυνάστες, οι νευρώνες του εγκεφάλου σου.
Καημένο μου κορίτσι, γενναίο μου κορίτσι, κοίτα πως μεγάλωσες πια».


ΙV

"Τα χέρια του κατέβαιναν αργά από την κορυφή της κορώνας του ως τους τραπεζοειδείς, ελαφρώς τρυφερά, πάντοτε γδαρμένα από τις αιχμές της σιδέρινης κατασκευής του που είχε κλειστεί μέσα . Καμία φορά τον λυπόσουν, που ητο μονήρης και πνιγμένος στα ίδια του τα σάλια, άλλοτε πάλι τον θαύμαζες που έδειχνε τόσο αλώβητος από τις εκδορές του χρόνου.
Δεν ήταν όμως πάρα ένα κουτάβι, ένα μικρό κουτάβι με φοβισμένα ματιά, έτοιμο να χωθεί σε μια γωνιά, να γρυλίσει, να αγριέψει, να δαγκώσει οποιαδήποτε ξένο χέρι πήγαινε να αγγίξει το τριχωτό της κεφαλής του.
Μικρο, δαρμένο μου κουτάβι, ποιος σε κατσιάζει πια; "