4 Ιαν 2018

Αδέσποτες σκυλίσιες ιστορίες με αχάιδευτες γάτες

Αδέσποτες σκυλίσιες ιστορίες με αχάιδευτες γάτες

Ι
«Κοιτάζω τους περαστικούς που πάνε βόλτα τα σκυλιά τους. Τους φοράνε όμορφα, φανταχτερά ρούχα για να μην κρυώνουν. Αναρωτήθηκα πόσες φορές με πήγε βόλτα κάποιος, αφού με είχε φροντίσει, χαϊδέψει και ντύσει ζεστά. Τρίτη απόγευμα, θα ‘θελα να ‘μια σκύλος. Διάολε θα ήθελα απλά να είμαι ένας σκύλος»

ΙΙ


-Τέως-

Είμαι η τέως. Η τέως ευτυχισμένη άρα και τέως αθάνατη, τέως δυστυχισμένη άρα και τέως θνητή, τέως( ποιήτρια αρα λησμονηθείσα, τέως ερωτευμένη, ευλογημένη, ταλαντούχα, ερωμένη, λατίνα και συνεπαρμένη, με βεγγαλικά για συναισθήματα και μενεξεδιά ηλιοβασιλέματα στους κόρφους μου. Δεν είμαι νεκρή αλλά δεν με λες και ολοζώντανη, ανιαρή ψυχούλα του Θεού θα έλεγα, που ξυπνάει πρωί, τα κάνει σχεδόν όλα σωστά και έντιμα. Δεν έχω να πω τίποτα σε αυτόν τον κόσμο, μήτε σε κάποιον άλλο καλύτερο, δικαιότερο, ομορφότερο. Αλλά κι ότι είχα να πω τελικά το ήξερε ήδη, και πολύ μου κόστισε δαύτη η επαΐζουσα ψυχρολουσία.
Βρείτε μου κάτι νέο, φωσφοριζε, γλυκαναλατο και πρόστυχο να σας το ισοπέδωσω. Φέρτε μου όλη την παγκόσμια λογοτεχνία να τη διαβάσω, μπας και γράψω τίποτα της προκοπής, γιατί απ όσα έχω γράψει είδαν όλοι οι άλλοι προκοπή πέρα από εμένα.
Μα να, είναι που έχω εξαντλήσει όλες τις ψυχές μου και η τελευταία βρέθηκε να φέρει τον τίτλο της τέως. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Ποντάρω στο να μην μπει το Αμήν. Γιατί είναι η μοναδική μου ανθρώπινη.

ΙΙΙ
«Κακό κορίτσι, αγαπούσες τα φώτα και τις ψευτιές, τα βδελύγματα που έβγαιναν ανεπαίσχυντα από τα χείλη όσων λάτρευες, τα σαλιωμένα φιλιά και την τριχόπτωση σε λευκά πατώματα. Τα έβρισκες θεϊκά τα πατώματα και κυλιόσουν με τις ώρες, κουβάρι γινόσουν και σε μαδούσαν, σα μάραιναν, οι τύραννοι, οι δυνάστες, οι νευρώνες του εγκεφάλου σου.
Καημένο μου κορίτσι, γενναίο μου κορίτσι, κοίτα πως μεγάλωσες πια».


ΙV

"Τα χέρια του κατέβαιναν αργά από την κορυφή της κορώνας του ως τους τραπεζοειδείς, ελαφρώς τρυφερά, πάντοτε γδαρμένα από τις αιχμές της σιδέρινης κατασκευής του που είχε κλειστεί μέσα . Καμία φορά τον λυπόσουν, που ητο μονήρης και πνιγμένος στα ίδια του τα σάλια, άλλοτε πάλι τον θαύμαζες που έδειχνε τόσο αλώβητος από τις εκδορές του χρόνου.
Δεν ήταν όμως πάρα ένα κουτάβι, ένα μικρό κουτάβι με φοβισμένα ματιά, έτοιμο να χωθεί σε μια γωνιά, να γρυλίσει, να αγριέψει, να δαγκώσει οποιαδήποτε ξένο χέρι πήγαινε να αγγίξει το τριχωτό της κεφαλής του.
Μικρο, δαρμένο μου κουτάβι, ποιος σε κατσιάζει πια; "


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου