12 Φεβ 2016

Μικρές Ιστορίες ΙV



-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Φεβρουάριος 2016


Μικρές Ιστορίες ΙV


Part I

Η κυρία «Θα»

Της άρεσε να καπνίζει στο αμάξι όταν οδηγούσε. «Τι θα γίνει με αυτή την μαλακία, θα σκοτωθούμε», της έλεγα επιτακτικά. Γελούσε αλαζονικά και άνοιγε το παράθυρο να πάρει ο αέρας την στάχτη. Ήξερε πώς να παίζει με τον θάνατο. Δεν μάθαινε ποτέ απ’ τα λάθη της, αλέγκρα και  μονήρης, ζούσε μόνο για τις απολαύσεις τις. Δεν είχε αφήσει ούτε μια γωνία από τα αμάξι της χωρίς σημάδια. Πάντα επειδή κάπνιζε. Πάντα επειδή ήταν απρόσεχτη και μη υλίστρια αρκετά.
Με άφησε στο σπίτι δίνοντας μου ένα μεγάλο φιλί. «Θα τα πούμε» είπε. Όταν άκουγα αυτό το «θα», ήξερα ότι δεν πρόκειται να με πάρει. Είναι σαν τους καφέδες που «θα» πιούνε οι φοιτητές με άλλους φοιτητές, τα σινεμά που «θα» πηγαίναμε με φίλους ή ραντεβουδογκόμενες, τα «θα» των ερωτευμένων που κρύβουν μέσα τους ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο «θα» έκρυβαν τα λόγια της, αφού πάντα ήταν εκεί όταν την χρειαζόμουν. Μάλιστα, ήξερα ότι άφηνε όλους τους εραστές της για να περάσει χρόνο μαζί μου. Ήμουν ο κύριος επί των τιμών της. Δεν μπορούσε να αγαπήσει τίποτα. Δεν ήξερε να αγγίζει χωρίς να αφήνει σημάδια και δεν την ένοιαζε να φαίνεται «κυρία». Ήταν όμως, θεσπέσια, απαστράπτουσα με τα νυχτερινά φορέματα και πάντα φρέσκια τα πρωινά ακόμα κι όταν δεν κοιμόταν στάλα.
Την καληνύχτισα κι εγώ και της είπα πως ήθελα να κάτσει σήμερα. Μα δεν μπορούσε τα τελευταία βράδια. Δεν μου έκανε όλα μου τα χατίρια ποτέ, δεν με κακομάθαινε επίτηδες για να την ερωτευτώ λίγο παραπάνω. Συνήθως έλεγε ένα ξερό «δεν μπορώ» ή «θέλω να κοιμηθώ καλά σήμερα». Αυτή την φορά ήταν λίγο διαφορετικά. Μου κράτησε το χέρι και μου άνοιξε διακριτικά την πόρτα γελώντας. Κάτι άλλαξε ίσως. Δεν ξέρω.
Η κυρία «θα» μου, το πιο όμορφο πλάσμα που κράτησα στα χέρια μου, χάθηκε εκείνο το βράδυ σε κάποιο επαρχιακό δρόμο, με πολλή αραδιασμένη βενζίνη να φλέγεται σε μια γόπα. Ίσως την επόμενη μέρα να ήταν η μέρα που θα με έπαιρνε τηλέφωνο. Μα αυτό δεν θα το μάθω ποτέ.
Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος των υπέρμετρων απολαύσεων. Τις θεωρούσα όπιο, κακό μεθύσι και ένα πηγάδι που σε ρίχνει όλο και βαθύτερα αντί να σε εξυψώνει. Όχι όμως μαζί της. Ήξερε να αφήνει μετάγευση. Είναι αυτή η αίσθηση της πληρότητας και της λύτρωσης, που σε κάνει να πιστεύεις -μπορεί και εσφαλμένα βέβαια- ότι είσαι στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, με τον ιδανικό άνθρωπο. Η αίσθηση μιας ξένης ενέργειας να μπλέκεται μαζί με την δική σου, να τριπλασιάζεται και να σου αφήνει ένα βλακώδες χαμόγελο αγαλλίασης για μια βδομάδα. Άμα μάθεις στη μετάγευση, γίνεσαι κάτι σαν ναρκομανής. Δεν ζεις χωρίς αυτή. Δεν απολαμβάνεις τίποτα χωρίς αυτή. Και δεν μπορεί να στην δώσει ο καθένας, το καθένα κορμί, η καθεμία ψυχή που πλαγιάζεις σε καναπέδες. Kι όσες μεθαδόνες κι αν εφεύρεις, μπας και χαρείς λιγάκι τη νέα εμπειρία, δεν την αντικαθιστάς.
Και ενώ ξέρω ότι το πιο πιθανό είναι να τα πίνει και να καπνίζει με τα άλλα "κακά" παιδιά της ιστορίας σε κάποιο μπαρ με θέα τον Τάρταρο, δεν θα την συγχωρήσω ποτέ. Δεν φεύγει η μετάγευση, τίποτα δεν θα είναι ξανά απλό, τίποτα θα γρυλίζει τα βράδια σαν την κυρία "θα" μου. Και δεν θα την συγχωρήσω, γιατί δεν μου έδωσε την ευκαιρία να την απομυθοποιήσω ποτέ. Για αυτό, να οδηγείτε με προσοχή, κάποιος σας αγαπάει.



Part II

Φαύλος κύκλος άγνοιας

-Που πας; -Φεύγω
-Για πού; -Δεν ξέρω.
-Για πόσο; -Δεν ξέρω.
-Μείνε. -Δεν μπορώ.
-Γιατί; -Ζορίζομαι.


- Θα  σε φροντίσω. -Πιέζομαι.
- Θα σε μισήσω. -Θα με ξεχάσεις.
-Δεν το ξέρεις -Δεν με έχεις ανάγκη.
-Δεν το ξέρω. -Τι ξέρεις; 
-Ότι άργησα.

 -Γ(ε)ια; -Στάσου. 
-Γιατί; -Δεν ξέρω.
-Μ’ αγαπάς; -Δεν ξέρω.
-Πως θα μάθεις; -Άμα κάτσεις.
-Κι αν δεν μάθεις; -Θα πληγωθώ
-Κι αν δεν μ' αγαπάς; -Δεν το ξέρω.
-Κι αν σε πληγώσω; -Δεν θα το ξέρεις.


Part III



Σε έβλεπα που χόρευες  στο ημίφως
Για μένα, μόνο σε εμένα
Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπούσα τότε

Εγώ δεν ξέρω να χορεύω.
Δεν ξέρω να λικνίζομαι σε αυλαίες και κόκκινα φώτα.
Ίσως φταίει το σουλούπι μου και η άχαρη θωριά μου
Ίσως πάλι να ‘μαι άμουση
 -δεν ξέρω-
Ο χρόνος θα φροντίσει και για αυτό.

Εσύ όμως, εξέπνεες μαγεία
Σαν ένας μεγάλος απλανής αστέρας φωτός
Ένας μικρός νάνος, γεμάτος ενέργεια
Λίγο πριν πεθάνει

Κι εσύ –μόνο τότε- δεν ήσουν νεκρός
Γιατί σ’ αγαπούσα 


Part IV

Είχα φυλάξει μια κλεψύδρα άμμου για μας
Απ’ αυτές που αδειάζουν αργά-αργά τα βράδια
Κάθε κόκκος και μια νύχτα
Κι έχουν περάσει κάμποσες πια.

Ένα μπαλκόνι με μια καρέκλα. Κάθομαι και ρεμβάζω τα βράδια βλέποντας τα φώτα της πόλης. Τα καλοκαιρινό αεράκι ελαφραίνει το καυσαέριο και η μυρωδιά απ’ τα φρεσκοπλυμένα μου ρούχα είναι απόλαυση. Γιασεμί και τριαντάφυλλο, το μαλακτικό. Και λίγο απ’ την κολόνια σου, που δύσκολα ξεθυμαίνει.

Θα ‘θελα να μιλήσω για τις νύχτες τις παλιές
Που δεν είχαν κωδωνοκρουσίες έρωτα
Μόνο στην απώλεια τυλίγονταν
Και δεν βρισκόσουν μέσα μου πια

Θα ‘θελα να ‘χα ένα pick-up και μια παλιά γραφομηχανή. Να ακούω ένα δίσκο της Lana Del Rey και να πατώ τα πλήκτρα σαν να ‘ναι προέκταση των δακτύλων μου. Να μην φοβάμαι τα λάθη πια, γιατί όλα σβήνονται. Η ποίηση μου να ‘χει γράμματα με κοφτές γωνίες και συμμετρικά σχήματα, σαν τη δομή του χαρακτήρα σου. Τίποτα να μην ξεφεύγει ποτέ, σαν ένα έργο τέχνης που σμιλεύτηκε με την αριστοτεχνία ολάκερης της πλάσης.

Δεν ξέρω πως θα μπορούσα να κρύψω λίγη ευτυχία μέσα σου,
Και λίγη απ’ την ομορφιά που εκπέμπεις
Κι ό,τι γράφω ανήκει στο πεπερασμένο
Ο χρόνος δεν λυπάται ποτέ στις διαγραφές.

Η γάτα μου δεν τυλίγεται ποτέ σε ξένα πόδια και αγκαλιές. Σαν κι εμένα. Ακουμπάω μόνο σε ό,τι έχω μέσα μου, βαθιά, προαιώνια, προ-υπαρξιακά. Με αγαπάνε οι καθρέφτες γιατί είναι άνθρωποι. Και εσύ είσαι ο πιο αγαπημένος μου. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου