19 Ιουν 2016

Πόρτες Κλειστές

Πάνος Κατσιαούνης



Επέστρεψα σε εκείνα τα σκοτεινά δωμάτια,
με την υγρασία και τη σκόνη
όπου είχα πετάξει όλα όσα ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
Όλα όσα μου γύρισαν την πλάτη, 
όλα αυτά τα χαμένα γέλια ή τα πνιγμένα κλάματα, 
όλα εκείνα που έσκισα από το τετράδιο,
όλα τα πέταξα εδώ.

Έψαχνα τα σκουριασμένα κλειδιά
μήπως και μπερδέψω τους φόβους μου με τα όνειρα
τους δαίμονες με τους αγγέλους.
Μαζεύτηκα σε μια γωνιά που φύτρωνε ένας θάμνος
να πάρω δυο φύλλα μέσα μου κι έναν λόγο για να φύγω.

Ζητούσα μια επιβεβαίωση και την έλαβα.

Αυτή η πόρτα κρύβει πίσω της ένα καθρέφτη.
Με κοιτάζω, αλλά κάποιος άλλος είναι μέσα σε αυτόν.
Το είδωλο μου,
ψεύτικο και δικό μου,
μου γυρίζει την πλάτη.

Εκείνη την πόρτα δεξιά, δύσκολα την έσυρα.
Η άμμος που ξεχύνεται έχει φρακάρει το σύρτη.
Τα πόδια μου βουλιάζουν βήμα-βήμα, 
ο ήλιος με τυφλώνει.
Τα δέντρα κρύβουν τη θάλασσα.
Η ομορφιά του σκηνικού με διώχνει.
Με νεκρώνει.

Η άλλη πόρτα πίσω μου είναι σχεδόν χτιστή.
Ένα αγρίμι ακούγεται,
μια ανάσα βαριά που μυρίζει αλκοόλ και σκόρδο.
Δεν την ανοίγω.
Ίσως επιστρέψω αργότερα 
και το αφήσω να με κατασπαράξει.

Πιο πέρα ακούγονται παιδιά.
Κραυγές τροφίμων, βρισιές, μπλεγμένες με αθώα γέλια.
Εκεί, σε εκείνη τη σκοτεινή γωνιά, 
ένα κρύο ρεύμα διαπερνάει τα δάχτυλα μου.

Πορτρέτα πρώην εραστών.
Παλιές φωτογραφίες και σεντούκια με μικρά παιχνίδια.
Post it χαρτάκια με στυλό, μου κάνουν ερωτήσεις.
Στιχάκια, λέξεις και σκίτσα μισοσβησμένα.
Πολλά και λίγα.
Άδεια. Γεμάτα.

Το μέρος με τρελαίνει.
Τσιρίδες διαπεραστικές μου φέρνουν πανικό.
Το αγρίμι ξύπνησε κι άρχισε να πεινά.
Και πριν αποφασίσω να επιστρέψω σε εκείνη την πόρτα
με βλέπω να στέκομαι ήδη εκεί.

Γυμνός.
Στο πάτωμα.
Με κοιτάζω.

"...φάε με... πάλι..."




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου