25 Ιουν 2016

Θέρως

Πάνος Κατσιαούνης


Δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη σχέση, αν με ρωτάς.
Δεν σε επέλεξα. Με επέλεξες. Αλλά ήξερα πως δεν είχα άλλη επιλογή από το να κρατήσω μία στάση μετέωρη στο τι ήθελα πραγματικά και στο τι θα μπορούσα.

Τα μέσα μου ζητούσαν απεγνωσμένα την έγκριση σου. Κάθε μου κίνηση, κάθε μου σκέψη περνούσε πρώτα από το φίλτρο το δικό σου. Λες και είχαμε υπογράψει μία σύμβαση ακαθόριστη που με έδενε με την ύπαρξη σου τη στιγμή που μου συστήθηκες.

Με κοίταγες την ώρα που ντυνόμουν δίπλα από τη θάλασσα, που τώρα ξέβραζε φύκια. Ο ήλιος είχε πέσει κι εσύ καθόσουν μπροστά μου, τάχα μου δήθεν να με προστατεύεις από τις ακτίνες του. Σκιά μαύρη, θανατερή, τότε απολάμβανα μόνο τη δροσιά που με έκανε να ξεχωρίζω.

Πλάι στο γκρεμό μου είχες πει τόσα πράγματα για τη ζωή σου. Εγώ καθόμουν στη σιωπή καθώς δεν άντεχα να ανοίξω για άλλη μια φορά το σκονισμένο ντουλάπι με τις ιστορίες και τις αναμνήσεις σε φόντο σέπια. Κι αν το έκανα, ήξερες ότι θα έπρεπε να το κλείσω πάλι βιαστικά για να μην μου κλέψεις τίποτα.

Ξεκίνησες λίγο μετά να με κοιτάζεις σαν να μου ζητούσες να του αφιερώσω όλη μου την ψυχή πάνω σε ένα πήλινο πιάτο ζωγραφισμένο στο χέρι. Κι αν κάποτε την έτρωγες όλη μονομιάς, θα έβαζες αυτό το πιάτο πάνω στο τοίχο. Με ένα καρφί, τη λέξη «φύγε».
Πέρασε μία γριά από δίπλα μας και άρχισε να παραμιλάει για κάποιον παλιό της έρωτα. Γελάσαμε.
Έκατσα δίπλα σου και σου κράτησα το χέρι για να νιώσεις τη θέρμη που εξέπεμπα χωρίς να το θέλω. Σκοτείνιασε. Δροσιά και πάλι. Σκιά θανατερή.
«Θα περιμένω λίγο ακόμα να σε μάθω», είπα και σκέφτηκα μετά από λίγο να δώσω σώμα, νόημα, σχήμα και λόγο σε αυτό που ένα μέρος μου φοβόταν και μισούσε.

«Μη με περιμένεις. Καλύτερα φύγε...»

Οι λέξεις, τα λεπτά και οι δείκτες τρέχουν πιο γρήγορα από μένα.
Δε βιάστηκα ποτέ να φτάσω τίποτα.
Δεν άκουσα ποτέ το μέσα μου.
Δεν πίστεψα τους έξω.
Πάτησα κάτω καί θεούς καί δαίμονες, για να αγαπήσω τους ανθρώπους.
Ζήτησα ένα κενό για να χωρέσω μέσα όλες τις πέτρες τις βαμμένες με σμάλτο, σε κόκκινο πορφυρό, χρυσαφί και μαύρο.
Γέννησα δεκάδες υποκοριστικά σε κάθε έναν από τους ανθρώπους που αγάπησα.
Πήρα πίσω υποσχέσεις και κλειδιά από το σπίτι μου.
Πέταξα δώρα επετείων και σχέδια για το μέλλον που κάναμε από κοινού.
Γλέντησα χωρίς να νιώθω τύψεις.
Έβριζα με φωνές μπροστά από έναν τοίχο παλιό, αλλά δεν άκουγα. Δεν το εννοούσα. Μονάχα ανοιγόκλεινα το στόμα, για να μην κλάψω.


Αυτό είμαι. Τώρα το νιώθω πιο πολύ. 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου