1 Δεκ 2014

Το θρύψαλο που έλειπε


Πάνος Κατσιαούνης


Εκείνο το βράδυ είχε πέσει από νωρίς στο κρεβάτι. Δεν νύσταζε, απλά δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Σκέφτηκε να αποκοιμηθεί με την τηλεόραση ανοιχτή αλλά τέτοια ώρα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον πρόγραμμα. Η τηλεόραση τον κούραζε πλέον. Πολλές πληροφορίες, οι περισσότερες άχρηστες κι εκείνος ήθελε απλά να απομονωθεί σε ένα σκοτεινό δωμάτιο αγκαλιά με το μαξιλάρι του.

Ήταν λίγα λεπτά αργότερα κι ενώ είχε στριφογυρίσει αρκετές φορές στο κρεβάτι, όταν το μυαλό του έμπαινε πάλι σε εκείνους τους σκοτεινούς διαδρόμους της σκέψης, της δημιουργίας και της φαντασίας. Πάντα αισθανόταν ότι μέσα στο κεφάλι του, μια μικρή περιοχή από δαιδαλώδεις διακλαδώσεις διαδρόμων σε ένα σχηματισμό λαβύρινθου αντιπροσώπευε απόλυτα το μυαλό του και τη διαδικασία της δημιουργίας των εικόνων. Σκοτεινές γωνιές, ίσα που φαίνονταν οι γκριζωπές πόρτες από τα δωμάτια της μνήμης και της φαντασίας, ένα πάτωμα καλυμμένο με γκρι μοκέτα, λερωμένη σε διάφορα σημεία, τοίχοι από μπετόν που δεν είχαν καλυφθεί ακόμη με σοβά. Άνοιγε κάθε τόσο κάποια πόρτα, χωρίς να ξέρει τι θα συναντούσε μέσα. Εδώ και ένα μήνα όμως όλες οι πόρτες άνοιγαν γρήγορα, απότομα, απελπισμένα για να καταλήξουν σε έναν άλλο, μικρότερο λαβύρινθο. Είχε πλέον κουραστεί.


Το μυαλό του δεν κατέβαζε ιδέες. Το τέλος του ήταν η αρχή του. Ένας κύκλος σαθρός και βαρετός. Κανένα ενδιαφέρον. Οι φίλοι του έλεγαν να παρατήσει το γράψιμο και να βγει έξω, να ερωτευτεί, να γνωρίσει κόσμο. “Ποιος ερωτεύεται πλέον;” έλεγε με παράπονο στο γάτο του, πιο πολύ όμως για να τα ακούσει ο ίδιος και να καθησυχάσει την αγανάκτησή του από τη μιζέρια. Είχε καιρό να νιώσει κάτι μέσα του. Ο γάτος του ερχόταν πολλές φορές και γουργούριζε στη θέση της καρδιάς του. Έβγαζε έναν ήχο προειδοποιητικό, σαν συναγερμό, σαν να ήθελε να του πει “Δεν χτυπάει. Δεν ακούω τίποτα.”.

Εκείνο το βράδυ αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα στο δωμάτιο μιας παλιάς ιστορίας που είχε σκεφτεί να γράψει σε βιβλίο. Μια κλασσική ιστορία αγάπης που τον είχε ενθουσιάσει όταν την έγραφε τότε στην Αυστρία. Πλέον δεν την πίστευε. Θυμόταν ότι χάζευε τις χιονισμένες κορφές των βουνών από το παράθυρο του σπιτιού του, καθώς δύο νεαροί διέσχιζαν την παιδική χαρά που βρισκόταν μπροστά του. Το χιόνι αγνό και άπατο, λευκό, απέραντο, δεν τον άφηνε να φοβάται τίποτα. Από τότε είχε να δει χιόνι. Στην Αθήνα είχε πλέον καταντήσει σπάνιο φαινόμενο.


Ακόμη και το παραμικρό τον έκανε να νοσταλγεί τη ζωή του εκεί. Είχε αποφασίσει να μην αναφέρει ξανά τίποτα και σε κανέναν για εκείνη την περίοδο της ζωής του κι όμως ακόμη και τώρα έπιανε μικροπράγματα και λεπτομέρειες να του θυμίζουν πόσο λάθος έκανε που επέστρεψε πίσω.

“Αυτοί οι άνθρωποι ερωτεύτηκαν κι έζησαν για λίγο σε μια ξένη χώρα. Σίγουρα θα γινόταν καλύτερα ταινία κι όχι βιβλίο, τι λες;” είπε στο γάτο του καθώς εκείνος έπαιρνε τη θέση του δίπλα στο χέρι του.

“Κι αν γυριζόταν εκεί, στο Λίντζ σε εκείνο το τοπικό καφέ με τις τέντες και το πλακόστρωτο...” είπε και ξαφνικά το βλέμμα του άδειασε μονομιάς. Ήξερε ότι μια άλλη πόρτα είχε μόλις ανοίξει μια ξύλινη, στο χρώμα της κερασιάς με βιτρό και σκαλισμένα στολίδια περιμετρικά. Κι όμως το γυάλινο μέρος της πόρτας δεν τον άφηνε να δει μέσα.

Εκείνο το καφέ έτυχε εκείνο το βράδυ να γίνει η αφορμή να ξεχυθούν από μέσα του όλα αυτά που νόμιζε μέχρι κι ο ίδιος ότι είχε ξεχάσει. Το μυαλό του τώρα πήγαινε αντίστροφα το φιλμ στη μηχανή προβολής των αναμνήσεων. Ένας αχνιστός καφές μπροστά στα χέρια του, ο κόσμος που καθόταν δίπλα του, η εικόνα είναι κάπως θολή, δεν είναι μόνος του. Δίπλα του ένα χέρι τον αγγίζει αλλά δεν το βλέπει. Το αισθάνεται. Άρχισε να αναρωτιέται την προέλευση αυτού του ατόμου. Ήταν άντρας ή γυναίκα; Τον ήξερε ή ήταν άγνωστη; Αναπάντητα ερωτήματα που δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να αναλογιστεί πόσο μακριά βρισκόταν από την πραγματικότητα.

“Ίσως το φαντάστηκα...” είπε από μέσα του και έτσι εξήγησε τις θολές εικόνες. Δεν ήταν ανάμνηση. Ήταν κάτι που είχε σκεφτεί για το βιβλίο του. Και πάλι έλεγε ψέμματα στον εαυτό του. Δεν ήταν μια απλή εικονική πραγματικότητα που ήθελε να ζήσει ο ήρωας του βιβλίου του. Ήταν η φαντασίωση που είχε κάνει στο μυαλό του λίγες ώρες πριν όταν εκείνη, ο πρώτος του έρωτας, του είχε πει “έρχομαι” σε εκείνο το τηλεφώνημα των πέντε λεπτών.

Ο τελευταίος του έρωτας. Ένιωσε μια τρομερή ντροπή απέναντι στον εαυτό του καθώς αναλογιζόταν ότι για άλλη μια φορά γινόταν υπερβολικός και δραματολάγνος. Έρωτας; Τελευταίος; Ήξερε πάντα να διαλέγει λέξεις που ακόμη και τον ίδιο θα τον έκαναν να συγκινηθεί στη θέα τους. Ο τελευταίος άνθρωπος, ο πιο πρόσφατος, παρόλο που είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια. Και δεν ήταν ερωτευμένος. Ίσως και να ήταν. Δεν ήξερε τι να πει στον εαυτό του. Είχε υποσχεθεί ότι σε αυτόν θα ήταν τουλάχιστον ειλικρινής. Αλλά έρωτας; Ναι. Όχι. Και οι δύο απαντήσεις φαίνονταν ψεύτικες. Η πρώτη τον έκανε αφελή. Η δεύτερη εγωιστή. Πάντως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος για τον οποίο ένιωθε πράγματα που τον τρόμαζαν. Δυνατά, παρορμητικά, καταστροφικά, ζεστά, πράγματα που τον κρατούσαν ζωντανό. Πράγματα που ήξερε ότι ήθελε να νιώθει χωρίς να τον νοιάζει αν υπήρχε νόημα.

Και τώρα ήταν πάλι άδειος. Το μυαλό του στριφογυρνούσε ανάποδα και έπαιζε όλη την ταινία της ζωής του αποσπασματικά. Τώρα περπατάνε μαζί δίπλα δίπλα κι εκείνος ψάχνει το καφέ, εκείνη νευριασμένη τσεκάρει το μακιγιάζ της στον ήλιο. Λίγο πιο πριν εκείνος της χαμογελούσε αμήχανα όταν εκείνη του έκανε περιπαιχτικά παρατήρηση ότι δεν προσφέρθηκε να κουβαλήσει τη βαλίτσα της. Και λίγο πιο πριν περιμένανε μαζί το τραμ, για να τους πάει στην πλατεία της πόλης. Αντάλλασσαν ματιές όλο υπόσχεση.

Ανασηκώθηκε για λίγο από το κρεβάτι ταράζοντας την ηρεμία του γάτου του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια δυο τρεις φορές σαν να ήθελε να διώξει την εικόνα από τα μάτια του.

Καθόταν τώρα σε ένα από τα γκρι δωμάτια του μυαλού του και κοιτούσε στον τοίχο να σχηματίζεται μια πόρτα μπροστά του. Την έσπρωξε με το χέρι για να βγει σέρνοντας τα πόδια του στο σταθμό των τρένων. Ήταν η μέρα που είχε φτάσει. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και χαμογέλασαν ταυτόχρονα σαν να είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία από πριν. Κι αυτό το κάψιμο το ένιωθε πάλι τώρα, που ήταν στο κρεβάτι του με το γάτο του στα πόδια του. Έπιασε τον εαυτό να χαμογελάει και το σβέρκο του να παγώνει όσο η ώρα περνούσε. Ήταν χαρούμενος λες και ζούσε πάλι εκείνη τη στιγμή. Ήταν τρομοκρατημένος, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε θάψει τόσο καλά αυτή την ανάμνηση.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έστριψε δυο τσιγάρα. “Πάει πέρασε” είπε στο γάτο του λες κι εκείνος είχε ζήσει μαζί του όλο αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Του έλειπε. Εκείνη, το πώς ένιωθε τότε, η Αυστρία, το κρύο, η έμπνευση. Ήταν αλλιώς. Ακόμη κι αν κατά καιρούς το κρεβάτι του δε γέμιζε μόνο από την ύπαρξη του γάτου του, ακόμη κι αν η Αθήνα έμοιαζε πολύ στο Λιντζ στα μέσα του Δεκέμβρη (άλλες φορές με περισσότερη κι άλλες με λιγότερη προσπάθεια) ακόμη κι αν κατάφερνε κάπου-κάπου να γράψει πέντε λέξεις χωρίς να νιώθει ναυτία για την ανυπαρξία του ταλέντου του, πάντα ένιωθε ένα κομματάκι από μέσα του να λείπει. Λες και η ψυχή του, γυάλινη, είχε ραγίσει σε μικρά κομμάτια που κρατιόντουσαν ακόμη καλά κολλημένα μεταξύ τους. Όλα εκτός από ένα θρύψαλο, ένα τόσο δα κομματάκι στο πλάτος μιας καρφίτσας. Είχε πέσει κι είχε χαθεί από μπροστά του. Ίσως πάλι κάποιο χέρι το πήρε και το έκρυψε μακριά, όπως την εκείνη την ανάμνηση, σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο.

Ανάσαινε τώρα πιο αργά. Ηρέμησε, αλλά δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Ούτε τα δύο επόμενα. Κατά διαστήματα σκεφτόταν πώς θα ήταν τα πράγματα στη ζωή του αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Λίγο μελαγχολικός, απελπιστικά ρομαντικός και κολλημένος στο παρελθόν συνέχισε να ζει τη ζωή του. Ψάχνοντας εκείνο το τόσο δα θρυψαλάκι που έλειπε. Κι η καρδιά του δεν θα σταματούσε να το αναζητά ποτέ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου