22 Δεκ 2014

Έκλειψη


Πάνος Κατσιαούνης


"Εδώ που μένω δεν υπάρχει ήλιος. Ή τουλάχιστον δεν τον έχω δει εγώ. Κοιμάμαι αργά, ξυπνάω αργά, για μένα η ζωή είναι μέσα στο σκοτάδι. Το νερό είναι πικρό, μυρίζει γρασίδι και χώμα. Το φαγητό δεν έχει γεύση, δεν μπορώ να νιώσω τίποτα. Το αλάτι μου ερεθίζει τον ουρανίσκο, η ζάχαρη είναι αλμυρή, το πιπέρι μοιάζει με λάσπη μέσα στο στόμα μου. Δεν μπορώ να νιώσω τίποτα.

Το μεσημέρι, θυμάμαι, κάποιο μεσημέρι, ένα από τα ελάχιστα που άνοιξα τα μάτια μου, μου προκαλεί θλίψη. Ίσως τότε να είχα αντικρίσει τον ήλιο για πρώτη φορά κι όμως το χρώμα του δεν είναι πορτοκαλί όταν δύει. Είναι μπλε. Ένα νεκρό, ήσυχο, βαθύ μπλε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και ένιωσα το φως του πάνω μου, με πάγωσε λες κι έχωσα το χέρι μου στον πάγο. Ντύθηκα με μια ρόμπα και κράτησα σφιχτά το χέρι μου μέσα στο στέρνο μου. Το κοίταξα λίγο μετά όταν ένιωθα το μούδιασμα να φεύγει. Ήταν μοβ.


Έτρεχα πάνω κάτω στο δωμάτιο για να μη με πιάσει το φως. Κι εκείνο πάντα με έβρισκε. Έμπαινε μέσα μου, με διαπερνούσε, το σώμα μου γινόταν ακτινογραφία, με μαύρες και μπλε σκιές. Ένιωθα μέσα μου το ψύχος να με μουδιάζει. Και στην αρχή μου άρεσε, μετά με έκανε να τρέμω. Και δεν ήθελα να τρέμω. Σε κάθε ακούσια κίνηση του κορμιού μου σκεφτόμουν "γιατί; γιατί το κάνω αυτό; δε θέλω να κινήσω τα χέρια μου, τα πόδια μου τα θέλω λυγισμένα, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω". Όταν ξεκινούσε το τρίξιμο στο στόμα μου ένιωθα ότι θα σπάσουν τα δόντια μου και θα αρχίσω να τα φτύνω σε όλο το δωμάτιο. Κι αν έκοβα τη γλώσσα μου; Αν κατάπινα κομμάτια της; Πνιγόμουν. Ήθελα να σταματήσει.

Όταν τελικά ξυπνούσα στη μέση της ημέρας - της δικής μου μέρας, για σας νύχτα - έπαιρνα βαθιές ανάσες και προσπαθούσα να θυμηθώ πώς το σταμάτησα. Πλέον ο ήλιος - ο δικός μου ήλιος, το δικό σας φεγγάρι - με ηρεμούσε κοιτάζοντας με από ψηλά. Κι ήταν κι εκείνες οι μέρες - οι νύχτες σας - που ο δικός μου ήλιος έλειπε. Κι εκεί έτρεμα. Έβλεπα το σκοτάδι να αργοσβήνει όταν η μέρα μου τέλειωνε κι έλεγα πάλι θα περάσω αυτό το μαρτύριο. Υπομονή και θα περάσει.

Μια μέρα, ο ήλιος μου δεν είχε βγει, έψαχνα μέσα στον κατάμαυρο ουρανό να βρω ένα κομμάτι του να νιώσω λίγο ότι θα γίνουν τα πράγματα λίγο πιο υποφερτά για μένα. Ξεκίνησα τότε να μουτζουρώνω ένα χαρτί λευκό με μαύρη μπογιά. Για να το κάνω έτσι πιο ...φωτεινό. Το τσαλάκωσα και το πέταξα. Το "τικ-τακ" του ρολογιού είχε πιάσει τώρα ένα περίεργο διάλογο μαζί μου. Το κοιτούσα καθώς οι δείκτες διέσχιζαν την επιφάνεια από μαύρη λάκα. Οι αριθμοί, ασημένια ψηφία που συνόδευαν το διάλογο μας με την παρουσία τους. 

Κι ύστερα ήρθε αυτή η μουσική στα αυτιά μου. Ένα βιολί με λίγο πιάνο, μουσική που χτυπούσε τα τύμπανα μου, σιγανά στην αρχή, πιο δυνατά, απότομα άλλαξε ο ρυθμός πιο γρήγορος. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Έκανα να πάρω μια βαθιά αναπνοή να ηρεμήσω και το χτύπημα στα αυτιά μου γινόταν όλο και πιο γρήγορο. Ο ιδρώτας με είχε μουσκέψει ως τις κάλτσες, ανοιγόκλεινα τα μάτια μου μήπως και πιάσω έστω την άκρη από τον ήλιο μου. Τότε το είδα, γκριζωπό και φωτεινό με τους λεκέδες πάνω του. Ηρέμησα κάπως. Είχα καθίσει για μερικά δευτερόλεπτα να μετράω αυτούς τους λεκέδες που ήταν χυμένοι στην επιφάνεια του. 

Κούρνιασα πάλι στο κρεβάτι. Ο ύπνος ήρθε λίγο αργότερα. Τα όνειρα με πήγανε σε άλλα μέρη τώρα, όπου το γρασίδι είναι ροζ και τα σύννεφα κατακόκκινα σαν το αίμα. Θα περάσει σκέφτηκα. Το συνήθισα το σκοτάδι. Θα περάσει έλεγα τώρα από μέσα μου. Ήμουν πλέον ήσυχος κάτω από την κουβέρτα. Θα περάσει... θα περάσει... έτσι γίνεται πάντα. Όλα καλά θα πάνε...

Θα περάσει.

Δεν ξέρω αν θα περάσει."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου