23 Ιαν 2015

Το τυχερό χτύπημα


 -Στέλλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2015

Το τυχερό χτύπημα


  Ένα πακέτο Lucky Strike βρίσκονταν παρατημένο στο ξύλινο βέγκε τραπέζι της. Ζαλισμένη απ‘ το ποτό, κείτονταν στο χαλί της, βυθισμένη στα χρώματα του ταβανιού και στους ήχους του pick up. To κόκκινο φως που ξεπρόβαλε από το λαμπατέρ της έπαιζε με τις σκιές των δέντρων, που φυσούσε ο αέρας.  Η Νina Simone τραγουδούσε για τον αμαρτωλό φίλο της κι εκείνη συνέπασχε. Πολλές οι αμαρτίες αλλά ούτε που την ένοιαζε. Δεν τα ‘χε καλά με τους ανθρώπους, πώς να αντέξει τον Θεό;!
  Δεν βγήκε για δουλειά εκείνο το βράδυ. Οι συνοδοί κυρίων δεν έχουν πιάτσες, μήτε νταβατζήδες. Είναι οι ίδιες σωματέμπορες του εαυτού τους. Το τηλέφωνο της δεν σταματούσε να χτυπάει όταν το είχε ανοιχτό, της ομορφιάς και των ερωτικών ικανοτήτων της ένεκα. Δεν γούσταρε τους φετιχιστές κοιλαράδες, τους βίαιους λεφτάδες, τους γέρους κροίσους, μα λάτρευε την εξουσία που της έδινε η δουλειά της. Ανά πάσα στιγμή, σε μια δεξίωση, εκδήλωση, σουαρέ μπορούσε να ντροπιάσει τον συνοδευόμενο της, με ένα νεύμα ή με μια λέξη, που δεν θα ταίριαζε στην περίσταση. Είχε την δύναμη, και το ήξεραν όσοι την προσλάμβαναν για τον επαγγελματισμό της. Όταν πουλούσε έρωτες είχε πάντα τον έλεγχο, να μην πάει τίποτα στραβά. Στους υψηλούς κύκλους αποκαλούνταν η «Εταίρα (ή ετέρα) Μάγισσα», γιατί δεν ήταν όπως οι άλλες πόρνες πολυτελείας. Οξυδερκής, κομψή, κυριαρχική, ετοιμόλογη κι άκρως συναισθηματική όταν της το ζητούσαν. Γυναίκα χαμαιλέοντας, άλλαζε προσωπεία για την ικανοποίηση του κάθε απελπισμένου.
  Ανασηκώθηκε και άναψε το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου. Πέρασε καιρός από τότε που το μοιράστηκε με άνθρωπο. Δεν είχε φίλους, δεν είχε σχέσεις μήτε συγγενείς. Οι μόνες παρέες της καλύπτονταν στην μοναξιά της νύχτας, που την οδηγούσε σε φοιτητικά μπαρ, να βρει κανένα τεκνό. Μέχρι εκεί έφτανε η ανάγκη της, να γεμίζει αδιάφορα τις βραδιές της με ευκαιριακές επαφές και να τονώνει την αυτοπεποίθηση των εικοσάρηδων που κατάφεραν να ρίξουν μια τριαντάρα.
 Προχώρησε με δυσκολία μέχρι τον καθρέφτη. Δώρο της μάνας της. Οβάλ σε σχήμα με μπρούτζινες διακλαδώσεις που θύμιζαν φωλιές πουλιών και κλαδιά δέντρων. Μοναδικό ενθύμιο του μόνου ανθρώπου που αγάπησε ποτέ. «Α ρε Μάνα, μάγισσα, δεν ζεις να με δεις στα τριάντα μου. Θυμάμαι που μου ‘λεγες: « Ό,τι κι αν κάνεις στην ζωή σου, κοίτα να το κάνεις καλά. Έτσι, θα χτίσεις τον μύθο σου και θα ευτυχήσεις». «Τώρα αρχίζω και γερνάω, το σώμα μου πέφτει, χάνω την ομορφιά που απλόχερα μου έδωσες. Μια σταφιδωμένη τεκνατζού θα καταντήσω» μονολόγησε, παρατηρώντας τις μουτζούρες που διέγραφε το πεσμένο μακιγιάζ της.
Ζαλίστηκε, και πιάστηκε από τον καθρέφτη, ρίχνοντας τον κάτω. Ο καθρέφτης διαχωρίστηκε σε δύο μεγάλα κομμάτια. Καθώς τον έπιασε μάτωσε. Οι κηλίδες του αίματος της σύρθηκαν αργά προς το μεγαλύτερο κομμάτι. Το ανασήκωσε και δεν έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν, το γυαλί θάμπωσε ή ήταν η ίδια ένα τίποτα πια. Σιγά-σιγά άρχισε να ξεθωριάζει, μα πλέον έμοιαζε πιο πολύ στη μάνα της.
-" Περίμενες ότι θα έσπαγες το μόνο κειμήλιο που σου άφησα και δεν θα ερχόμουν;" λέει επιτακτικά το είδωλο.
-«Νωρίς το θυμήθηκες, όταν σε είχα ανάγκη πριν 10 χρόνια, βρήκες να πεθάνεις", απάντησε δακρύζοντας από τον φόβο.
-«Πάντα σου έλεγα ότι είμαι μάγισσα, δεν θυμάσαι; Νόμιζες ότι επειδή μου κάπνισε τίναξα τα μυαλά μου στον αέρα;»
-«Πολλοί σχιζοφρενείς παίρνουν φάρμακα και ελέγχεται η ασθένεια. Μην δικαιολογείσαι.»
-«Άκουσε κορίτσι μου, αν δεν το έκανα τότε, τώρα στα τριάντα σου θα είχες ένα φυτό να συμμαζεύεις, δεν θα είχες ζωή, μήτε δουλειά. Σ’ απάλλαξα από το βάρος και το ξέρεις. Άντε τώρα, γίνε αυτό που χρόνια σου έλεγα: ευτυχισμένη. Έχεις τον μύθο σου ήδη κι οι δαίμονές  σου έχουν φύγει μακριά. Ήρθε η ώρα».
Το είδωλο της μάνας εξαφανίστηκε. Ημι-λιπόθυμη σχεδόν έκλαιγε γοερά. Δεν μπορούσε να διαχωρίσει την αλήθεια από την πραγματικότητα. Δεν πίστευε σε πνεύματα και δεν την ένοιαζε η μετα-θάνατον ζωή. Γνώριζε πως οι αυτόχειρες πηγαίνουν στην κόλαση. Αλλά χειρότερη κόλαση από την δυστυχισμένη ζωή δεν υπάρχει. Κι αυτό τη βοήθησε με το καιρό να καταλάβει την ενέργεια της μητέρας της, κι ας μην την συγχώρεσαι ποτέ. Αφού βομβαρδίστηκε από σκέψεις, εν τέλει έπεσε στο πάτωμα αναίσθητη.
Ξύπνησε την άλλη μέρα. Είχε αποκοιμηθεί δίπλα στον καναπέ με μία φλις κουβέρτα να την σκεπάζει. Στο δωμάτιο κοιμόταν το αγόρι της. Είχε πάει στο σαλόνι το βράδυ να κάνει ένα τελευταίο τσιγάρο πριν κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν πήγε μέσα να ξαπλώσει. Μουδιασμένη άρχισε να θυμάται τι συνέβη την προηγούμενη νύχτα. Κοίταξε το άδειο πακέτο και μνημόνευσε έναν διάλογο με τον πατέρα της:
-"Μπαμπά, γιατί καπνίζεις Lucky Strike";
-"Όταν ήμουν μικρός, λίγο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αυτά τα τσιγάρα ήταν ανάρπαστα. Ονομάστηκαν έτσι, γιατί στα πολλά πακέτα, υπήρχε ένα πακέτο με ένα τσιγάρο χασίσι μέσα. Και όλη η παρέα καπνίζαμε, να δούμε αν όντως ίσχυε και αν θα ήταν κανείς από μας «ο τυχερός». Εγώ, δυστυχώς, δεν βρήκα ποτέ μου τέτοιο πράγμα». είπε γελώντας.
Δυσκολεύτηκε να το πιστέψει. Μα η εμπειρία ήταν πολύ ζωντανή για να το αρνηθεί. Ήταν είκοσι χρόνων και ξεκίνησε το κάπνισμα μετά την αυτοκτονία της μητέρας της. Δεν άφησε σημείωμα, δεν ήξερε γιατί η μητέρα της την εγκατέλειψε έτσι. Μετά τον θάνατο του πατέρα της άρχισε να έχει προβλήματα με το ποτό, αλλά έπαιρνε χάπια και τον περισσότερο καιρό ήταν μελαγχολική.
Ο καθρέφτης της μητέρας της, βρίσκονταν στην σοφίτα, πήγε να τον περιεργαστεί. Δεν είχε σπάσει, δεν είχε ρωγμές. Τον περιεργάστηκε, ώσπου στο χαρτί πίσω είδε μια μικρή αιχμή. Ξήλωσε διακριτικά και βρήκε μια σελίδα από βιβλίο. Δεν είχε τίτλο, ούτε συγγραφέα, μόνο ένα απόφθεγμα γραμμένο από τη μητέρα της: «Μ΄ αρέσουν οι περιθωριακοί άνθρωποι. Μ’ αρέσουν οι ψυχολογικά ασταθείς, οι καλλιτέχνες. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αμφιταλαντεύονται  μονίμως μεταξύ σοβαρού και τρέλας. Οι απρόβλεπτοι και οι σημαδεμένοι (Σίγμουντ Φρόιντ). Η μέρα που έμαθα πως πάσχω από σχιζοφρένεια. Ετών 43. Με την ενηλικίωση της κόρης μου, ετών 45, θα δώσω θάνατο στη τρέλα, να μην αμφιταλαντευτώ ποτέ.»
Αυτή τη στιγμή κατάλαβε την αυτοκτονία της μητέρα της. Ήξερε πως το «Μαύρο» την έκανε να τη φανταστεί, και πως της έδειξε το πώς θα μπορούσε να εξελιχτεί η ζωή της στα επόμενα δέκα χρόνια. Η καλύτερη φοιτήτρια του τμήματος Ιατρικής να γίνει πόρνη πολυτελείας. Ακόμη κι είχε χρήματα και επιτυχία, δεν θα έβρισκε την ευτυχία που ζητούσε. Εκείνη την μέρα δεσμεύτηκε να επιτύχει στον τομέα της Ψυχιατρικής, να λυτρώσει τη μνήμη της μητέρας της, μαχόμενη την διαταραχή της σχιζοφρένειας. Άλλωστε, είχε ήδη το μύθο της, ως η πιο οξυδερκής ιατρός του τμήματος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου