6 Ιαν 2015

«Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μου είπαν να τους χτίσω μια πόλη»


Πάνος Κατσιαούνης


Κρυμμένος σε ένα δωμάτιο φτιαγμένο από ξύλο, το φώς του ήλιου περνούσε από τις γρίλιες σχηματίζοντας μικρές λωρίδες φωτός. Ένας άντρας καθισμένος σε μια πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο λουζόταν στη χρυσαφένια λάμψη του, στο χέρι του ένα τσιγάρο και το μάτι του ένα σμαραγδένιο πράσινο. Τον λένε Έλιοτ, είναι ένας σκιτσογράφος της Νέας Εποχής.
Εδώ και κάμποσο καιρό βρίσκεται σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και δεν έχει έμπνευση. Δεν εργάζεται και ζει απομονωμένος σε ένα σπίτι στην εξοχή. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει κάνει τη ζωή του εύκολη και έχει αντικαταστήσει κατά κάποιον τρόπο τη δουλειά του. Δε χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιεί μολύβι και χαρτί. Αρκούν μόνο μερικά κουμπιά για να τελειοποιήσουν τα σχέδια του. Τα τελευταία 5 χρόνια ζει με τη βοήθεια της θείας Βιολέτας, αδερφή του πατέρα του, η οποία του καθαρίζει και αγοράζει τρόφιμα για το σπίτι.
Ένα πρωινό, που ο Έλιοτ έξυνε τα μολύβια του (χωρίς λόγο, ήταν μια συνήθεια που είχε ξεκινήσει όταν πέθανε η Λέξι η μεγάλη του αγάπη- τη μέρα που στέρεψε η φαντασία του.) ένας κύριος με μαύρο κουστούμι, συνοδευόμενος από άλλους δύο τύπους με μακριές ρόμπες, τον προσέγγισε για να του αναθέσει μια αποστολή. Του είπε κάτι που έμοιαζε πιο πολύ σαν διαταγή παρά σαν χάρη.
«Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μου είπαν να τους χτίσω μια πόλη!» είπε στη θεία του καθώς εκείνη καθάριζε πατάτες στον αυτόματο αποφλοιωτή. Κοντοστάθηκε λίγο κι έπειτα έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο πιο πολύ για να τον κάνει κι αυτόν να ενθουσιαστεί με την ιδέα της καινούριας του αποστολής. «Γιατί εμένα; Έχω τόσο καιρό να δουλέψω, τα χέρια μου είναι μουδιασμένα και δεν έχω καμία ιδέα που να μπορεί να υλοποιηθεί. Υπάρχουν τόσοι που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Δεν είμαι ούτε αρχιτέκτονας, ούτε μηχανικός! Δεν μπορώ να το κάνω» είπε και άφησε το σώμα του να πέσει στη σεζλόνγκ που κοιτούσε το μεγάλο παράθυρο προς την κοιλάδα. «Το θέλεις;» είπε η θεία Βιολέτα και συνέχισε να χώνει πατάτες στο στόμιο του αποφλοιωτή.
«Δεν υπάρχει κάτι που να θέλω πολύ, ίσως αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει» απάντησε ο Έλιοτ αλλά μέσα του γνώριζε ότι μιλούσε ο εγωκεντρικός εαυτός τους, αυτός που μεγαλοπιάνονταν όταν κάποιος του ανέθετε κάτι σημαντικό.
Επρόκειτο για μια πόλη. Για μια περιοχή που άνθρωποι, διαλεγμένοι από ένα συμβούλιο, που τον Έλιοτ δεν τον αφορούσε (δεν φάνηκε να ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει καν), θα κατοικούσαν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ένας τόπος που δεν θα αποσκοπούσε μόνο σε μια απλή μάζωξη λαμπρών ανθρώπων (μόνο αυτοί διαλέγονταν από το συμβούλιο) αλλά θα αντιπροσώπευε μια αλλαγή, μια καινούρια αρχή και θα συμβόλιζε το μεγαλείο και την ανωτερότητα των ιδιαίτερων αυτών ατόμων. Πάγωσε για λίγο καθώς καταλάβαινε σιγά-σιγά την υπευθυνότητα που βάραινε τους ώμους του. Και πάλι δεν είχε τίποτα στο μυαλό του εκτός από σκόνη και στάχτη.
Και τώρα καθόταν μόνος του στην αιώρα και κάπνιζε, αδιαφορώντας για το τσιγάρο που άρχισε να διαλύεται πάνω του. Σκέφτηκε να φτιάξει μια πόλη πάνω στα δέντρα. Όχι πάνω σε πολλά δέντρα, αλλά πάνω σε ένα δέντρο με τεράστιο κορμό με περιφέρεια όσο μια μικρή βραχονησίδα. Και θα είναι μέσα σε νερό, σε λίμνη για να μπορούν να την προσεγγίζουν όλοι εύκολα!

«Τρελάθηκες; Άνθρωποι θα μείνουν σε αυτή την πόλη! Όχι μαϊμούδες!» ακούστηκε από το ακουστικό του τηλεφώνου η φωνή του επιτρόπου.
Και τότε σκέφτηκε μια πόλη κάτω από τη θάλασσα. Μέσα σε μια γυάλα κοντά σε κάποιον κοραλλιογενή ύφαλο με χρώματα και ψάρια τροπικά. Ένα ξεχωριστό μέρος για ξεχωριστούς ανθρώπους.

«Θα πεθάνουν από την έλλειψη οξυγόνου εκτός κι αν είναι δελφίνια!» έκανε η Θεία Βιολέτα καθώς έψαχνε στην οθόνη προβολής την αγαπημένη της εκπομπή μαγειρικής. Ανεβοκατέβαζε με τα χέρια της να χαϊδεύουν τον αέρα, μια μπάρα με τα ονόματα όλων των εκπομπών του καναλιού της Μητρόπολης.
«Αν θέλουν οξυγόνο θα τους δώσω όλο το οξυγόνο που έχει ο πλανήτης» σκέφτηκε ο Έλιοτ κι άρχισε να σχεδιάζει την Εναέρια Πόλη. Μια πόλη χτισμένη στα βράχια του παλιότερου βουνού, με ουρανοξύστες και αγάλματα θεόρατα, του επιτρόπου, του συμβουλίου αλλά και διακοσμητικές κολόνες σε αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το χέρι του ξέφευγε μόνο του όταν σχεδίαζε τους 4 έλικες που θα κρατούσαν την πόλη στον αέρα, περιμετρικά του ακανόνιστου σχήματος του βουνού. «Θα παραμένει πάνω από τα σύννεφα» σκέφτηκε και σχεδίασε ένα θόλο με πλέξη για να ρυθμίζεται η ηλιοφάνεια, η θερμοκρασία και οι ποσότητες οξυγόνου μέσα στην πόλη. Στο κάτω μέρος του βουνού στην πιο χαμηλή του κόγχη σχεδίασε ένα γλυπτό, από ασήμι και κασσίτερο κι αυτό θα ήταν το μόνο ορατό κομμάτι της πόλης του, όταν το υπόλοιπο μέρος θα ήταν καλυμμένο από τα σύννεφα.
«Θα είναι τέλειο!» είπε, κι άρχισε να χρωματίζει τα σκίτσα προσπαθώντας να μη βγει από τις γραμμές!
Το συμβούλιο και ο επίτροπος είχαν φτάσει εδώ και ώρα στην πόρτα του. Εκείνος αναμαλλιασμένος περιέγραφε για ώρες την πόλη που θα φιλοξενούσε του “εκλεκτούς”. Ο επίτροπος στεκόταν σοβαρός με ενα αδιάφορο χαμόγελο λες και κοιμόταν με τα μάτια του ανοικτά. Ο Έλιοτ έπιασε τον εαυτό του να χαμογελάει και να γουρλώνει τα μάτια κατα τη διάρκεια της παρουσίασης. Το είχε πάλι αυτό το κάψιμο στο στομάχι. Κοίταξε τα μάγουλά του κόκκινα, στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Ήταν πάλι εκεί.
Κάτι σαν άγγελος ερχόταν κάτι τέτοιες ώρες από πάνω του και τον έλουζε με ένα δροσερό αεράκι που τον ηρεμούσε. Του θύμιζε περισσότερο εκείνες τις χειμωνιάτικες βραδιές που δεν έκανε πλέον κρύο (όλο το χρόνο η χώρα απολάμβανε εύκρατο κλίμα γύρω στους 25 βαθμούς Κελσίου, λόγω του νέου ακτινωτού θόλου που διατηρούσε τη θερμοκρασία σταθερή) κι ο ήλιος έπαιρνε ένα χρώμα μπλε (έπειτα από διαταγή του επιτρόπου). Καθισμένος στο ξύλινο παγκάκι της βεράντας η Λέξι αποκοιμιόταν πάνω του κι εκείνος χάιδευε τα μαλλιά της αφήνοντας τη φαντασία του να περάσει πέρα από την κοιλάδα μπροστά του. 
Και τώρα έτσι ήταν. Δροσερά. Ήρεμα. Ήσυχα. Ένιωθε αυτοπεποίθηση. Ένα τροματικά όμορφο συναίσθημα οτι όλα θα πάνε καλά.
“Φτιάξτε αυτή την πόλη” έκανε απότομα καθώς είχε μείνει σιωπηλός για περίπου δέκα λεπτά. 

“Φτιάξτε την και σαν αντάλλαγμα πάρτε με μαζί σας.”


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου