2 Οκτ 2016

Μικρές Ιστορίες VI

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπη, Οκτώβριος 2016

Part I

Παυσήπονω

Στις 3:46 έρχεται το τρένο
Δεν ήρθες στο σταθμό 
Ή στο αεροδρόμιο 
Ή σε εμένα την ίδια 

Το κεφάλι ψηλά και αγύριστο 
Κι η βαλίτσα βαριά 
Μια λευκή ζώνη, ενα ροζ βιβλιο 
Κι εκείνη η φωτογραφία με την γατα μου
-κι εσένα μαζι-


Αν ήξερα να φεύγω δεν θα το 'κανα 
Αν ήξερα να με αγαπώ θα σ' άφηνα 
Αν ήξερα να θυμώνω θα αγαπούσα άλλον 
Κι αν ήξερα να μην πονώ θα έπαιρνα ασπιρίνη.







Part II

Όλα αυτά που τσαλακώνονται

Τ' αλουμινόχαρτο
Το κουτάκι της σόδας
Η γάτα που δεν χάιδεψες
Ο άστεγος στο φανάρι
-Εγώ στο πάτωμα σε στάση εμβρυακή-

Τα ρούχα σου πριν το μπάνιο
Τα πουκάμισα μου πριν τ' αγγίξεις
Το στομάχι μου
Οι πεταλούδες στο κουκούλι
-Εγώ κάτω απ' το τραπέζι της κουζίνας-

Η μάνα μου όταν δεν συμμαζεύω
Ο μπαμπάς μου όταν γυρνάω αργά
Η γιαγιά που κρατά το τηλεχειρηστήριο 
Εσύ, όταν κλαίω μπροστά σου
-Εγώ μέσα στην παιδική ντουλάπα-

Το πακέτο απ' τα τσιγάρα μου
Αυτός που απέρριψα επειδή μ' αγαπούσε
Η παλιά σου γκόμενα που σε θέλει ακόμα
Ο πελτές ντομάτας για τα μακαρόνια σου
-Εγώ στην γωνία του καναπέ σου-

Όλα αυτά που τσαλακώνονται πάνε στα σκουπίδια
Όλοι αυτοί που τσαλακώνονται πάνε σε κρησφύγετα
ή σε ατσαλάκωτους
ή σε έπιπλα
ή και στα σκουπίδια


Part  III

Η οδοντόβουρτσα
Από το πρώτο βράδυ μου’χε δώσει μια πορτοκαλί οδοντόβουρτσα. Μισούσα το πορτοκαλί χρώμα. Και τα πορτοκάλια. Και τη σοκολάτα με γεύση πορτοκάλι.
Την έβαζε στο κάτω κάτω συρτάρι, ποτέ κάπου φανερά ή δίπλα στη δικιά του. Δεν είχα θέση δίπλα του, ήμουν επίσημα η κρυφή συνδαιτυμόνας της στοματικής υγιεινής του, και ό,τι άλλο στοματικής φύσης υπήρχε. Ήταν μια ασήμαντη οδοντόβουρτσα, όσο και το χρώμα της, όσο και η παρουσία μου στο σπίτι του.
Όταν βούρτσιζε τα δικά του, τον παρατηρούσα από τη γωνία του μπάνιου. Ήταν ο νιπτήρας του, το νερό του, ο καθρέφτης με το πελώριο, πανέμορφο ανάστημά του. Δεν μου έκανε ποτέ αρκετό χώρο να τα βουρτσίζουμε μαζί, να κοιτάμε το είδωλο μας γεμάτο σάλια και αφρούς. Κι αν έτυχε μια-δυο φορές ήταν γιατί ήξερα να στριμώχνομαι καλά μπροστά από τα πόδια του.
Όταν με άφησε, ένα από τα πράγματα που σκεφτόμουν ήταν εκείνη η οδοντόβουρτσα. Εκείνη η σκληρή, κακόχρωμη οδοντόβουρτσα, που ‘χε όμως μια θέση στο συρτάρι του, μια θέση στη ζωή του, τώρα πεταγμένη σε κάποιο κάδο, κι εγώ πεταγμένη στο ταβά της μοναξιάς μου.
Όταν βρεθήκαμε μετά από καιρό, με μια αργή κίνηση, έβγαλε από το κάτω συρτάρι την μικρή “πορτοκαλένια” οδοντόβουρτσα μου. Ήταν εκεί, που ήταν πάντα. Με περίμενε να γυρίσω. Είχα πια και λίγο χώρο να πλύνω τα δόντια μου κοντά του. Είχα και τον χρόνο να την ανεβοκατεβάζω στο συρτάρι του και να αγαπήσω το πορτοκαλί απ’ την αρχή. 
Όταν θα τον αφήσω, θα πάρω και την οδοντόβουρτσα μου μαζί. Και θα την βάλω στο πιο ψηλό συρτάρι της σκέψης μου και θα την κάνω ένα μικρό τοτέμ της μακραίωνης ζωής που έζησα μαζί του. Κι άμα πότε-πότε τρώω καμία σοκολάτα με γεύση πορτοκάλι, θα βουρτσίζομαι με αυτή. 
Ίσως πάλι κάποτε να ξαναβρεθούμε και τότε να χει να μου δώσει μια μπλε οδοντόβουρτσα, επειδή είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Επειδή θα είμαι η αγαπημένη του παρέα, ακόμη κι όταν πλένει τα δόντια του.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου