13 Νοε 2014

Ο Μεγαλοδικηγόρος

Ορμώμενη από το τραγούδι της Νατάσας Μποφίλιου
 έφτιαξα μια μικρή ανθρώπινη καθημερινή ιστορία:
Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Νοέμβριος 2014

Ο Μεγαλοδικηγόρος


Ημέρα εορταστική. Στο σπίτι υπήρχε ένα τραπέζι και πολύφωτα που έδιναν ρυθμικά το φως τους, πάνω σε μια σωρεία ανθρώπων με ποτήρια κρασιού στο χέρι. Μέσα στα μικρά «πηγαδάκια» των ανθρώπων, δέσποζε η φιγούρα του πατέρα του. Μεγαλοδικηγόρος, Μεγαλόστομος και Ρητορικός.
« Εμένα ο γιος μου, θα γίνει καλύτερος νομικός από εμένα. Θα μπει στο διπλωματικό σώμα, θα μπει στο Ευρωκοινοβούλιο, η επιτυχία του στης πανελλήνιες είναι μόνο η αρχή» κραύγαζε γεμάτος έπαρση στους συνδαιτημόνες του.
 Ημέρα πένθιμη. Στο δωμάτιο του, στην άκρη του κρεβατιού του καθόταν ο γιος, ντυμένος στα καλά του για την δεξίωση των γονιών του. Είχε κάνει το μηχανογραφικό του, πρώτη επιλογή : Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νομική σχολή. Κοιτούσε το αποδεικτικό έγγραφο της ένταξης του στην σχολή και βούρκωνε. Δεν ζητούσε αυτό απ’ την ζωή του, ούτε ήθελε όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια του πατέρα του. Αντίθετα, ονειρευόταν να γίνει θεατρικός συγγραφέας. Νύχτες ξημεροβραδιάζονταν να αποκωδικοποιεί τα τεχνικά σχήματα, τις έννοιες, το ύφος του Σαίξπηρ στον «Άμλετ». Έγγραφε κι έσβηνε, και παρακαλούσε να υπάρξει εκεί έξω κάποιος που θα έδινε αξία στις ταπεινές του λέξεις. Και φυσικά, πώς να τολμήσει να πει στον πατέρα του για τα όνειρα ζωής του. Η κυνικότητα και η εριστικότητα του Μεγαλοδικηγόρου θα του συνέθλιβε κάθε ελπίδα, κάθε σπιθαμή του προσωπικού του καταφύγιου. Δεν θα είχε σημασία που το αγαπούσε, που είχε ταλέντο, που ήταν η πηγή της ευτυχίας του, δεν θα είχε σχέση με την νομική κι αυτό του ήταν αρκετό. Μα ούτε στην μητέρα του μπορούσε να μιλήσει. Η δυστυχία της ήταν τόσο δυνατή που δεν άντεχε να την επιβαρύνει κι άλλο. Δεκαοχτώ χρόνια διαφορά είχαν με το πατέρα του, κι εκείνη σκοτεινιασμένη της εξουσίας και της δόξας του, άβουλη και αφανής, βυθίζονταν στις γυναικοπαρέες της υψηλής κοινωνίας, παίζοντας μπιρίμπες και αγοράζοντας ακριβά φορέματα, που δεν τα φόραγε ποτέ. Κι όταν τέλειωναν «τα εν δήμω», στο σπίτι επικρατούσε μια ανιαρή σιωπή, την οποία ενίοτε έσπαγε ο Μεγαλοδικηγόρος μιλώντας για τα σχέδια του.
  Σκούπισε τα μάτια του, ανασηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Στο πρόσωπο ήταν ίδιος ο πατέρας του, μα όχι και στη σκέψη. Αυτός ήταν εσωστρεφής και ταπεινός. «Μελετηρό παιδί, ο καλύτερος μαθητής, μα ντρέπεται να μιλήσει» έλεγαν και ξανάλεγαν οι καθηγητές του. Αφού αναμείχθηκε στο πλήθος, άρχισε ο πατέρας του να μιλάει εκ μέρους του γιου του, να καυχιέται για τα επαγγελματικά του κατορθώματα και για το πόσο επιτυχημένος πατέρας ήταν.
   Όταν άδειασε το σπίτι, ο πατέρας του έβαλε ένα ουίσκι, όπως συνήθιζε τα βράδια, και η μητέρα έπαιζε με το κινητό της. Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε, σε γιορτές, αργίες, στην ορκωμοσία του, ώσπου πέθαναν οι γονείς του κι έμεινε παντελώς μόνος. Κοίταζε πάλι τον εαυτό του στον καθρέφτη, και δεν έβλεπε κανέναν πλέον. Είχε γίνει ο κανένας. Τα είχε όλα. Λεφτά, ερωμένες, δουλειά. Δεν ήταν όμως κανείς. Ήταν ο γιος του περιβόητου Μεγαλοδικηγόρου, που είχε ξεχάσει να είναι πατέρας, της κυρά-κατίνας, που είχε ξεχάσει να είναι γυναίκα. Ευνουχισμένος, προδομένος από τα όνειρά του, από την «δειλία» του να κυνηγήσει τα όνειρα του, έγινε ο κανένας. Το αγόρι που έγραφε μανιωδώς για να παίρνει ζωή, να δίνει ρόλους και οντότητες, πλέον μετατράπηκε σε μια μηχανή που υπέγραφε συμβόλαια και ενέκρινε δικογραφίες. Δεν ερωτεύτηκε ποτέ, δεν έγραψε τίποτα ξανά, δεν ήταν τίποτα για κανέναν. Δεν ανήκε ποτέ στον εαυτό του, αλλά στην ζωή που του έδωσαν άλλοι. Ούτε μεγαλοδικηγόρος έγινε. Μια μετριότητα παρέμεινε, όπως κι όλοι όσοι δεν τολμάν ποτέ για τίποτα, όπως όλοι όσοι βολεύονται.
  Και περάσαν και τα χρόνια του και τα νιάτα του. Ήρθε και ο καιρός του. Το γύρισε στον Θεό, μήπως και βρει νόημα κάπου. Μα κι ο θεός δεν ασχολούνταν με τους χλιαρούς:"Ξέρω τα έργα σου. ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός. Είθε να ήσουν ψυχρός ή ζεστός. Έτσι, επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω να σε κάνω εμετό από το στόμα μου." (Η επιστολή στην εκκλησία της Λαοδίκειας, Αποκάλυψη Ιωάννου).
  Μετά από τόσα χρόνια, έπιασε χαρτί και μολύβι, μήπως και γεμίσει λίγο τον χρόνο του. Ξέθαψε τα εφηβικά του έργα, κι άρχισε να ξεκινάει η τέρψη. Έγραφε μανιωδώς, άυπνος έμενε τα βράδια. Σαν ένας άλλος Παπαδιαμάντης που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου