10 Νοε 2014

Το τσίμπημα

Πάνος Κατσιαούνης


Είχαν περάσει ήδη πέντε χρόνια αλλά εκείνη δεν έλεγε να τον βγάλει από το μυαλό της. Δεν τον μισούσε πια, μόνο πονούσε μέσα της κάθε τόσο που έβγαινε στο μπαλκόνι για να τη χτυπήσει λίγο ο αέρας. Θυμόταν τις ώρες που περνούσε εκεί, ακουμπισμένη στο καυτό κάγκελο με μόνο της σκοπό να τον δει να βγαίνει από την πόρτα του ξενοδοχείου. H ανάσα της κοβόταν για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου όταν η εικόνα του την επισκεπτόταν τα βράδια που ξενυχτούσε κάνοντας τσιγάρα κι ακούγοντας μουσική. Το μυαλό της τώρα έπαιρνε πάλι τη θέση του οδηγού που θα την έβγαζε από τη νωπή μελαγχολία του παρελθόντος. "Τι έκανα λάθος; Πώς να το διόρθωνα; Αν δε με ήθελε γιατί δεν μου το είπε;" άρχισε να σκέφτεται σε έναν χείμαρο ασπρόμαυρων στιγμών που φάνταζαν ταινία κι όχι πραγματικότητα. Ερωτήματα δίχως απαντήσεις. Ίσως γιατί μερικά πράγματα δεν γίνονται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Απλά είναι γραφτό να συμβαίνουν!



Το μυαλό της τώρα επέστρεφε ξανά πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι που τον είχε συναντήσει τυχαία στην αγορά της Σύρου. Τουρίστας εκείνος, κατακόκκινος από τον ήλιο, κουρασμένος από την πολυτάραχη ζωή της πόλης, είχε έρθει στο νησί για ηρεμία, έμπνευση και δημιουργία. Εκείνη μικρή, ατίθαση, ατρόμητη και λίγο φαντασμένη, ήθελε να το παίξει ντόπια και να τον ξεναγήσει στο νησί. Κι εκείνος δέχτηκε. Κι εκείνη έπεσε στην παγίδα που του είχε στήσει. Τον είχε δει από πολύ πιο πριν όταν είχε κατέβει στο νησί με τα μπαγκάζια του ψάχνοντας κάποιον να του δείξει το δρόμο για το ξενοδοχείο. "Έρωτας με την πρώτη ματιά" σκεφτόταν καθώς το βλέμμα της είχε πέσει αφηρημένα στα κύματα της θάλασσας που έσκαγαν πάνω στα βραχάκια. Κοίταξε τον ήλιο και αφέθηκε για λίγο κλείνοντας τα μάτια της, για να θυμηθεί την πρώτη φορά που ένιωσε το άγγιγμα του ξένου.

"Μ' αρέσει το πρόσωπο σου, θέλω να σε ζωγραφίσω" της είχε πει εκείνος όταν είχαν κάτσει για λίγο να ξαποστάσουν από την ξενάγηση της παλιάς πόλης. Την άγγιξε με το δείκτη του χεριού του στο περίγραμμα του προσώπου της καταλήγοντας γρήγορα από τα μάγουλα στην άκρη της μύτης της. Ένιωσε ότι αυτή η κίνησή του ήταν κάτι σαν πρόσκληση σε ένα γεύμα που το κυρίως πιάτο θα ήταν η αθωότητα της. Το βράδυ εκείνης της μέρας συναντήθηκαν και πάλι, είχαν δώσει ραντεβού ψηλά στην καθολική εκκλησία του Σαν Τζώρζη, λίγο πιο πέρα από την είσοδο του ναού. "Βλέπουμε τα πάντα αλλά κανείς δεν μας βλέπει!" γέλασε εκείνος σαν διάβολος έτοιμος να μπει μέσα της. Εκείνη το ήξερε οτι αυτό το βράδυ δε θα το ξέχναγε ποτέ, όπως ήξερε κι οτι όλα γίνονταν τόσο γρήγορα. Δεν κούρασε πολύ το μυαλό της, αντίθετα αφέθηκε σιγά-σιγά, όπως τα χέρια του αγγίζανε τα πιο κρυφά σημεία του κορμιού της.

Μετά από εκείνο το βράδυ βρέθηκαν στα κρυφά άλλες τρεις, τέσσερις φορές μέχρι εκείνος να της πει τη λέξη που τη σκλάβωσε για πάντα. "Σ' αγαπάω!" της είπε, αφού πρώτα ξεκίνησε ένα λογύδριο για το πόσο γρήγορα περνούσαν οι μέρες, για το πόσο λίγο ήξερε ο ένας τον άλλον κι όμως κι οι δυο τους ένιωθαν ότι γνωρίζονταν χρόνια. Σαν δυο ψυχές παγιδευμένες μέσα στον ανθρώπινο κόσμο, που ήταν καταδικασμένες να συναντιούνται έστω και για λίγο σε όλες τις παράλληλες ζωές, τους παράλληλους κόσμους και τα σύμπαντα! Λες και κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να τους χωρίσει, τίποτα εκτός από το χρόνο.

Όταν το έμαθε η μάνα της, γούρλωσε τα μάτια της και άρχισε να κάνει το σταυρό της, σφίγγοντας δυνατά στις χούφτες της το ροζάριο που της είχε αφήσει προίκα η γιαγιά της. "Δεν ξέρεις πού μπλέκεις! Θα ρίξει ο Θεός φωτιά να σας κάψει!" της είπε, αλλά εκείνη αυτή την κάψα την ένιωθε ήδη. Η μάνα της, της είχε απαγορεύσει να τον βλέπει αλλά εκείνη το έσκαγε κάθε τόσο από το σπίτι για να τον συναντήσει. Τριγυρνούσαν στα σοκάκια μαζί, πιασμένοι χέρι-χέρι, γελούσαν, τραγουδούσαν, έδιναν κλεφτά φιλιά και έτρεχαν τρομαγμένοι όταν κάποιος από τους γείτονες τους έκανε παρατήρηση για την ώρα κοινής ησυχίας. Και κάπου τότε ήρθαν τα σχέδια για γάμους, οικογένειες, σπίτια και ταξίδια. Μεθυσμένοι από τον έρωτά τους έδιναν παθιασμένα φιλιά κι υποσχέσεις που αργότερα έγιναν όρκοι.

Εκείνη τη μέρα που της είπε για πρώτη φορά το συναίσθημα που τον έπνιγε μέσα του, δεν την ξέχασε ποτέ. Ούτε τότε που της ορκίστηκε μια ζωή δίπλα του, μια θέση στην καρδιά του. Ήταν ένα νωχελικό μεσημέρι του Αυγούστου και οι δυο τους είχαν κανονίσει ένα πικ νικ στο κτήμα που ήταν δίπλα στο σπίτι της. Άρχισαν να τρώνε, να γελάνε, να κάνουν σχέδια για το πώς θα έφευγαν από το νησί κι εκείνος την αγκάλιαζε, την έπιανε παντού, σαν να φοβόταν ότι θα τη χάσει.


Μια μέλισσα ήρθε κι έκατσε στο πόδι της κι εκείνη τρομαγμένη τραβήχτηκε από δίπλα του θέλοντας να τη διώξει. Κι όμως, η μέλισσα είχε αφήσει το κεντρί της, ένα κεντρί που θα πονούσε πολύ λιγότερο από το αγκάθι που θα τρυπούσε την καρδιά της. Την άρπαξε σε δευτερόλεπτα και την πήγε στο κοντινότερο γιατρό, έναν συμπαθητικό γεράκο που τους καλωσόρισε και τους καθησύχασε ότι όλα θα πηγαίνανε καλά.

"Κι αυτή και το έμβρυο χαίρουν άκρας υγείας!" είπε φτύνοντας ο γεράκος κι εκείνος ένιωσε το γιακά του μούσκεμα και το σβέρκο του παγωμένο. Έβγαλε από την τσέπη του λίγα χρήματα και τα ακούμπησε στο τραπεζάκι μπροστά του. "Ευχαριστώ" ψέλλισε και βλέποντας εκείνη, όρθια μπροστά του να τον κοιτάζει χαμογελαστή, το βλέμμα του σκοτείνιασε. Μαζί και όλη της η ζωή.

"Αν δεν το θέλεις, δεν το θέλω κι εγώ!" του είπε σε μια προσπάθεια της να τον καθησυχάσει. Εκείνος δεν την κοιτούσε πια, μόνο κλωτσούσε τα χαλίκια στον πεζόδρομο που οδηγούσε στην παραλία κοντά στο σπίτι της. "Δεν έχω λεφτά. Πώς θα κάνουμε οικογένεια;" της είπε σχεδόν μέσα από τα δόντια του. "Σ' αγαπάω" του είπε και τράβηξε το πρόσωπό του για να τον κοιτάξει, σε μια προσπάθεια να τον πείσει ότι όλα θα πάνε καλά. Λες κι αυτή η μαγική λέξη θα έλυνε τα πάντα! "Θα σε πάω σπίτι!" ψέλλισε αυτός, σαν απάντηση στη μαγική της λέξη.

Δύο μέρες μετά είχαν αποφασίσει να μην βρεθούν, καθώς είχαν πει πως θα ήταν καλύτερα να πάρουν το χρόνο τους και να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Σε μια σύντομη συνάντηση στο καφέ του ξενοδοχείου του, εκείνη του είπε ότι θα το κρατήσει και θα μιλήσει στη μάνα της. Κι εκείνος συμφώνησε οτι θέλει να το κρατήσει. Για τις επόμενες πέντε, έξι μέρες δεν βρέθηκαν μέχρι να καταλαγιάσει η μπόρα. Η μάνα της της κράταγε μούτρα από όταν έμαθε την αλήθεια και το μόνο που έκανε ήταν να σταυροκοπιέται κάθε φορά που έπεφτε το βλέμμα της πάνω στην κόρη της. Ταυτόχρονα το ζευγάρι βρισκόταν αραιά και πού, ενώ εκείνη είχε ήδη ξεκινήσει να ψάχνει για δουλειά χωρίς επιτυχία.

Ήταν Δευτέρα πρωί όταν αποφάσισε ότι δεν άντεχε να βρίσκεται μακριά του. Επισκέφθηκε το ξενοδοχείο του και του χτύπησε την πόρτα ασυγκράτητη, ανυπόμονη, με τα μαλλιά της άτσαλα πιασμένα πάνω σαν τρόφιμος ψυχιατρείου που ήθελε να αποκτήσει την ελευθερία του. Η ησυχία την τρέλανε ακόμη περισσότερο. Έτρεξε για πληροφορίες στη ρεσεψιόν όπου την ενημέρωσαν ότι εκείνος δεν βρισκόταν στο δωμάτιο. Έκατσε ανήσυχη να τον περιμένει στο μικρό καφέ, πίνοντας για ώρες μια παγωμένη πορτοκαλάδα, ψάχνοντας αφορμές να μείνει λίγο παραπάνω για να τον δει. Εκείνος κατέβηκε από τη σκάλα του ξενοδοχείου ανέμελος, φανερώνοντας ότι τόση ώρα ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του. Τον κοίταξε με παράπονο και εκείνος προσπέρασε το βλέμμα του από πάνω της προσπαθώντας να κρύψει την ντροπή του. Ήταν ψυχρός απέναντι της, σχεδόν αδιάφορος. Υπνωτισμένος, άδειο βλέμμα, ήταν τελείως διαφορετικός. "Επιστρέφω Αθήνα για δουλειά!" της είπε αλλά ο τόνος της φωνής του έδειχνε ότι έπρεπε να αρχίσει να προετοιμάζεται για το τέλος. Έκανε να την πλησιάσει για μια αγκαλιά αλλά εκείνη απομακρύνθηκε ενστικτωδώς σαν να ένιωθε απειλή. Ένα γκρουπ με τουρίστες τους κατέκλυσε από μια γωνιά γεμίζοντας το λόμπι του ξενοδοχείου ασφυκτικά. Εκείνη ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό κι έπειτα με αφορμή τον κόσμο εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος!

Δύο μήνες μετά κι ενώ τα γράμματα μεταξύ τους είχαν σταματήσει από τον προηγούμενο μήνα, εκείνη ξεκίνησε πάλι να πηγαίνει στην εκκλησία σαν αθώα καθολική χριστιανή. Μέρα με τη μέρα η κοιλιά της φούσκωνε κι ο κόσμος πλέον είχε σταματήσει τα σχόλια. Απλά την έδειχνε στο δρόμο. Η μητέρα της ήταν δίπλα της να τη στηρίξει. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Κρατούσε όλο τον καημό μέσα της και δεν τον εξέφρασε ποτέ. Εκείνη πλέον ένιωθε πιο πολύ ανεξάρτητη κι όχι μόνη της. Ήξερε ότι έπρεπε να αφοσιωθεί στο παιδί της και να το μεγαλώσει σωστά. Το αγαπούσε πριν καν γεννηθεί. Ήταν ο καρπός μιας μεγάλης αγάπης. Της δικής της αγάπης. Έτσι το έβλεπε.

Λίγο καιρό μετά όταν είχε μπει στο μήνα της, έμαθε από μια ξαδέρφη της στην Αθήνα ότι εκείνος ήταν πλέον παντρεμένος με μια ξένη. Πηγαινοερχόταν Αθήνα-Λονδίνο για δουλειές. Δεν ζωγράφιζε πλέον. Εμπορεύονταν πίνακες μεγάλης αξίας. "Λέγεται ότι περιμένει το παιδί του!" της είπε η ξαδέρφη κι εκείνη αμέσως ένιωσε έντονη αδιαθεσία. Έσφιξε τις γροθιές της δυνατά στο στήθος της και σκέφτηκε ότι έπρεπε να ηρεμήσει. Για εκείνη και το παιδί της. Για την αγάπη που έζησε. Και τα κατάφερε.

Η κόρνα ενός παλιού αγροτικού την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο ήλιος την είχε ζαλίσει και το κάγκελο την είχε κοκκινίσει λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα της. Έπιασε τα μαλλιά της με το χέρι της και το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι. Ήταν κιόλας μιάμιση. Ο μικρός θα ερχόταν πεινασμένος από το σχολείο και ο καινούριος της σύντροφος θα τελείωνε από τη δουλειά στο θέατρο και θα ερχόταν σπίτι, με ένα ματσάκι θυμάρι από τον αγρό, που την τρέλαινε η μυρωδιά! Έπειτα θα έτρεχε πάνω της για να της δώσει δύο φιλιά και να της πει ότι την περιμένει στο λόμπι του θεάτρου για έναν ποτήρι λευκό κρασί. Έκανε να φύγει από το παρατηρητήριο της αλλά κάτι την κράτησε. Ήταν η εικόνα του παλιού της έρωτα. Κάπως αλλαγμένος, πιο ώριμος και κουρασμένος εμφανισιακά, έμοιαζε με τον άνθρωπο που κάποια στιγμή στο παρελθόν της είπε "σ'αγαπω". Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν αυτός. Ήταν καλά τώρα. Δεν ήθελε να επιστρέψει στο παρελθόν. Αυτό το έκανε μόνο μέσα από τα ταξίδια του μυαλού. Έκατσε στο πλατύσκαλο και τον κοιτούσε για δει αν θα την αναγνωρίσει. Ο ξένος την κοίταξε αφηρημένα και της χαμογέλασε αινιγματικά χωρίς να σταματήσει το βηματισμό του. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει πέτρινη, όπως τα βράχια του κάβου, κι ο αέρας τη χτυπούσε στο πρόσωπο σαν να ήθελε να την συνεφέρει.

"Πέρασε κι αυτό" είπε στην καρδιά της και έπιασε το πόδι της, εκεί που είχε κάτσει η μέλισσα. Το άλλο πρωί κατέβηκε στην παραλία και έθαψε στην άμμο ένα χαρτί που έγραφε ότι αισθανόταν για αυτόν. Θα συνέχιζε τη ζωή της. Θα χαμογελούσε και πάλι στο παιδί της σαν να μη συμβαίνει τίποτα, θα του έλεγε ότι ο πατέρας του ήταν ένας τρανός ζωγράφος που δε ζει πια. Και με το σύντροφό της τα ίδια. Θα υποκρινόταν την ερωτευμένη, θα τον αγαπούσε όσο μπορούσε γιατί ήταν καλός μαζί της και την φρόντιζε κι εκείνη και το παιδί. Θα τον φιλούσε, θα έκανε έρωτα μαζί του αλλά θα συνέχιζε να σηκώνεται τα βράδια από το κρεβάτι, στα κρυφά, για να κάνει ένα τσιγάρο πιάνοντας εκεί που είχε κάτσει η μέλισσα. Κι έτσι θα συνέχιζε η ζωή της!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου