16 Νοε 2014

Το τελευταίο ταξίδι του Μάρκο Πόλο

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Νοέμβριος 2014 

Το τελευταίο ταξίδι του Μάρκο Πόλο

O γάτος ξεγλίστρησε από το παραθυράκι της βεράντας για τον βραδινό του περίπατο. Κάθε βράδυ έφευγε στις  δέκα και γυρνούσε ξημερώματα, ο ξενύχτης. Η συγκάτοικος του, γιατί οι γάτες δεν έχουν αφεντικά, τον χάζευε να φεύγει ρεμβάζοντας στον καναπέ και πίνοντας.
Ο κτύπος της πόρτας ανατάραξε την ησυχία του μικρού φοιτητικού σπιτιού της. Ήπιε μονορούφι το κρασί της και άνοιξε την πόρτα στον καλεσμένο της. Το ίδιο όμορφος, το ίδιο αρρενωπός, έτσι όπως μόνο όλοι οι σπουδαίοι άνδρες μπορούν να είναι. Ύστερα από τρία χρόνια γνωριμίας, ήταν λες και δεν τον είχε αγγίξει ο χρόνος. Σαν να πάγωσε το ρολόι του στα τριάντα. Τώρα πλέον, έχοντας συμπληρώσει σαράντα Απριλίους, το μόνο που τον χαρακτήριζε ήταν ένα ελαφρύ γκριζάρισμα στους κροτάφους, γεγονός που τον έκανε ακαταμάχητα γοητευτικό. Επικίνδυνη. Ναι, αυτή είναι η λέξη που περιγράφει την ομορφιά του.
Αφού αντάλλαξαν τα νέα τους, πέρασε η ώρα κι οι χρυσοί δείκτες του ρολογιού της έδειχναν μία.
«Μα που είναι ο περίφημος γάτος σου;» ρώτησε περιπαικτικά.
«Ο Μάρκο Πόλο τέτοιες ώρες λείπει, βγαίνει έξω κι ερωτεύεται. Λυπάμαι που δεν θα τον γνωρίσεις, είναι ο σύντροφος και φίλος μου. Αυτός μου παίρνει όλη την κούραση της ημέρας με τα χάδια και τους ήχους του. Και πάντα τρέμω πως θα μου γυρίσει. Είναι πολύ καλός και γλυκός, ποιος ξέρει με τι θηρία τα βάζει για μια Ελένη.» απάντησε, χαμογελώντας αμήχανα.
«Έλα μην ανησυχείς» της είπε και της χάιδεψε τρυφερά το χέρι. Εκείνο το βράδυ ήταν εκθαμβωτική. Πέρασε διακριτικά το χέρι του στα μαλλιά της, πιάνοντας τα απαλά. Λάτρευε το σκούρο μαύρο τους χρώμα και τις καλοσχηματισμένες τους μπούκλες. Συγκεκριμένα, ήθελε τόσο πολύ να πλέξει τα δάχτυλα του ανάμεσα τους, κι όχι έτσι όπως κάνουν τα παιδιά στον ύπνο τους. Αλλά έτσι όπως κάνουν οι εραστές τις στιγμές της κορύφωσης τους. Θα ήθελε πολύ να την αγγίξει παραπάνω, μα αυτός κουβαλούσε μέσα του μια Άνοιξη σαράντα χρόνων, κι αυτή μόλις που μπορούσε να ταξιδέψει μόνη κι ασυνόδευτη. Τον ερέθιζε όμως η ιδέα, ότι, τον νοιάζονταν, τον έβλεπε όμορφο και δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Γρήγορα όμως, οι σκέψεις σβήνονταν, αποδημούσαν, σαν τα χρόνια που έφυγαν.
«Ξέρεις, ξαφνιάστηκα όταν αποδέχτηκες την πρόσκληση μου. Νόμιζα ότι δεν σε ενδιέφερε πια το να συζητάς μαζί μου» είπε εκείνη, χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
Την αγκάλιασε γελώντας. Έτσι της έδειχνε πως την νοιάζονταν, κι ας μην της το έλεγε ποτέ. Σήκωσε τα μάτια της και ήταν σαν να έβγαζε τα ρούχα της. Σαν να μην είχε πια σάρκα, να μην ήταν άνθρωπος με ηλικία, όνομα, επάγγελμα. Ήταν εκεί, και τον κοιτούσε με τα μεγάλα καταπράσινα μάτια της, σαν να του έλεγε: Μείνε, μην φύγεις σήμερα. Δεν ήξερε αν θα ήταν ποτέ δικός της, για μια στιγμή, για ώρες ή χρόνια. Αλλά δεν την ένοιαζε, να περιμένει. Δύσκολα εγκαταλείπει ο ερωτευμένος το απαύγασμα της αγάπης του, ακόμα και δεν μπορεί να το αγγίξει. Αλλά έτσι είναι όλες οι καταδικασμένες σχέσεις. Ο έρωτας είναι μονόπλευρος, μόνο ο πόθος μοιράζεται. Για αυτό και παραμένουν τρυφερές. Λες κι ένα γιγάντιο πλαφόν έχει πέσει και ορίζει τα αγγίγματα, τα χάδια, τις νύκτες.
« Ξέρω ότι με νοιάζεσαι αλλά σου αρέσω κι όλας, κάνω λάθος; Ξέρεις τι νιώθω για σένα πολύ καλά, σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, μην το αρνηθείς» είπε επιτακτικά, καθώς τον άφηνε από την αγκαλιά της.
«Αυτό που λες δεν έχει καμία σημασία. Σαφώς σε βρίσκω όμορφη, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό» είπε ελαφρώς ταραγμένος, μα απόλυτος, για να βγει από την δύσκολη θέση.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και με ένα γρήγορο σάλτο τον φιλάει καθώς ανέβηκε στα πόδια του. Του κρατούσε τα χέρια, να τον ηρεμήσει. Μα εκείνος δεν αντέδρασε. Ήταν εξοργισμένος και αναμμένος ταυτόχρονα. Πρώτη φορά λειτούργησε τόσο παθητικά, είχε μάθει να είναι ο κυνηγός.  Δεν άργησαν να προχωρήσουν στην κρεβατοκάμαρα. Ορμητικός και απειλητικός, αποφασισμένος να συνθλίψει κάθε σπιθαμή του σώματος της. Δεν ερωτεύονταν ποτέ τις ερωμένες του. Δεν του άρεσε να χάνει τον έλεγχο. Μα όσο την άγγιζε άρχισε να τρέμει. Το βλέμμα του γίνονταν καθάριο, έχανε το μυστυριό του, λες και ήταν η πρώτη του φορά. Κοίταζε στα μάτια της κι έβλεπε όλα όσα δεν τόλμησε ποτέ ο ίδιος να νιώσει.
« Καταλαβαίνεις ότι δεν θα ξαναβρεθούμε εμείς οι δυο έτσι; σχολίασε λίγο πριν ξεκινήσει η διονυσιακή τους τελετή.
« Εσύ αποφασίζεις. Άφησε, λοιπόν, το αρωμά σου πάνω μου, απίθωσε κάθε νεκρό σου κύτταρο τα σεντόνια μου. »
 Έξω από το σπίτι επικρατούσε κρύο, αέρας και βροχή. Σ' αντίθεση, με τις φλόγες των εραστών που ζέσταιναν το σπίτι. Κι αφού η οικοδέσποινα αποκοιμήθηκε, νικήτρια εστεμμένη, ερήμωσε το σπίτι. Κι ο γάτος δεν επέστρεψε εκείνο το βράδυ. Είχε ξεχάσει να ανοίξει του πορτάκι του και ο καημένος, κρύωνε πολύ, χώθηκε στις ρόδες του πρώτου αμαξιού που βρήκε και αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα, ξύπνησε ταραγμένη από τον ύπνο της, συνειδητοποιώντας ότι ο Μάρκο Πόλο δεν κοιμόταν δίπλα της. Ξεχύθηκε αγουροξυπνημένη στους δρόμους και την πέτυχε ο φούρναρης της γειτονιάς. Του εξηγεί πως είχε η κατάσταση.
«Τον είδα χθες το βράδυ νομίζω, δίπλα από εκείνο το σπίτι με τις μπουκαμβίλιες, πάνω σε ένα αμάξι. Και κατά τα χαράματα που έβγαζα τις πρώτες φουρνιές είδα έναν  κύριο να τρέχει, να βάζει μπρος και να μαρσάρει ξεκινώντας» της είπε.
Έτρεξε και βρήκε τον χρυσαφένιο γάτο της να είναι νεκρός.  Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε και ποιανού το αμάξι ήταν παρκαρισμένο σε εκείνη την θέση. Της είχε πει ότι πάρκαρε σε εκείνο το σημείο, γιατί όλες οι άλλες θέσεις ήταν πιασμένες. Πανικοβλημένος, λοιπόν, από την όλη βραδιά, έφυγε βιαστικός από το σπίτι της. Σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό, από τις σκέψεις, τα λόγια, τα αισθήματα που αντάλλαξαν εκπνέοντας βαριά ο ένας στον λαιμό του άλλου. Ήταν λες και οι μαυροφορεμένες μοίρες τον ακολουθούσαν σαν σκιά από πίσω του και περίμεναν να τον τιμωρήσουν. Τρέχοντας, χώθηκε στο αμάξι του και έβαλε μπρός, ξεκινώντας με ορμή. 
Θρήνησε για μήνες τον σύντροφο της. Πλέον ήξερε ότι ο Μάρκο Πόλο της, ο μικρός της εξερευνητής είχε φύγει για το μεγαλύτερο ταξίδι του χωρίς επιστροφή. Ούτε τον εραστή της είδε ξανά, παρά μονάχα μια φορά τυχαία σε ένα ξεχασμένο κυριλέ μπαράκι, να συνοδεύει μια όμορφη νεαρή. Σταμάτησε, να σκέφτεται και τους δύο αγαπημένους, όταν μια μέρα ξέθαψε τα εφηβικά της στιχάκια: «Κι είναι καταδικασμένοι να πληρώσουν με ό,τι αγαπούν όσοι τις μοίρες  ξεγελάνε, όσοι τον χρόνο εξαπατούν με απώλειες ζωντανές τις χαρές τους τις μετράνε».


1 σχόλιο:

  1. Στέλλα, και τα δικά σου πεζά κείμενα και του Πάνου είναι καλογραμμένα και ενδιαφέροντα. Συνιστώ μόνο να είναι κατά το δυνατόν σύντομα γιατί σπάνια διαβάζει κανείς εκτενή κείμενα στην οθόνη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή