13 Νοε 2014

O κρυφός εραστής


Πάνος Κατσιαούνης



“Μείνε” της είπε καθώς εκείνη άρχισε να ντύνεται βιαστικά, καθισμένη στο κρεβάτι δίπλα του. Έκπληκτη τον κοίταξε στα μάτια, ένα γρήγορο βλέμμα που πέρασε πάλι στο μαύρο της φόρεμα εκείνο με τα κρόσσια. Τα σιχαινόταν κάθε φορά που τα άγγιζε, αλλά ήταν η στολή που φορούσε κάθε τόσο στις παρουσιάσεις της στους πελάτες.

“Δεν έχω χρόνο” του είπε και σηκώθηκε προσπαθώντας να κλείσει το φερμουάρ πίσω στην πλάτη της. Εκείνος δεν έκανε κίνηση να τη βοηθήσει. Έτσι έδειχνε ότι ήθελε να την κρατήσει λίγο παραπάνω στο δωμάτιο.

“Δέκα λεπτά, πέντε...τι νόημα έχουν πέντε λεπτά;” τη ρώτησε με αυτό το βλέμμα που ήξερε ότι λιώνει τους πάγους και της πιο ψυχρής καρδιάς. Γιατί τέτοια ήταν κι η δική της. “Τι σε έπιασε τώρα;” είπε αδιάφορα καθώς στερέωνε τα μαλλιά της ψηλά ενώ το ένα της χέρι ήταν ήδη στην τσάντα της, ψάχνοντας το κραγιόν της για να ανανεώσει το μακιγιάζ της.

“Αύριο θα ξαναβρεθούμε. Ξέρω ότι δεν ήταν στο πρόγραμμα, είχαμε πει μόνο μια φορά την εβδομάδα αλλά έχω έναν σημαντικό πελάτη και χρειάζομαι υποστήριξη. Σε πειράζει; Το ξέρω ότι έχεις το πρόγραμμα σου και είχαμε πει...” σταμάτησε για λίγο όταν αντιλήφθηκε ότι το βλέμμα του δεν ήταν πλέον πάνω της. Εκείνος εκμεταλλεύτηκε γρήγορα την παύση της και εκπνέοντας, ξάπλωσε στο κρεβάτι. “Δεν έχω πρόβλημα να βρισκόμαστε και κάθε μέρα” της είπε με παράπονο αφήνοντας να εννοηθεί ότι εκείνη είχε κανονίσει το πρόγραμμα και των δύο. “Εγώ είμαι μόνο για λίγο. Σωστά;” της είπε. Εκείνη σταμάτησε για δευτερόλεπτα να σκέφτεται την παρουσίαση, το γραφείο, τους υπαλλήλους της, αλλά συνέχισε να ετοιμάζεται χωρίς να αφήσει να φανεί ότι έχασε την αυτοσυγκέντρωση της.

“Λοιπόν, πάω. Το δωμάτιο το έχω πληρώσει...”

“Όπως πάντα” τη διέκοψε.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, κρατώντας αυτό το υποκριτικό χαμόγελο που καρφίτσωνε και στις παρουσιάσεις της κι έπειτα παίρνοντας την τσάντα και το παλτό της έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έτσι, χωρίς κανένα φιλί αποχαιρετισμού. Χωρίς υποσχέσεις και ευχές για καλή επιτυχία. Και δεν ήταν ότι αυτός δεν ήθελε να τα πει. Εκείνη είχε πει ότι δε θέλει να τα ακούει. 

Η σχέση τους εδώ και τρία χρόνια ήταν τυπική σε αυτό το κομμάτι. Εκτός από τις ώρες που περνούσαν στο κρεβάτι κάνοντας σεξ και ανταλλάσσοντας βρώμικες κουβέντες που βασίζονταν μόνο πάνω στις ορμές τους, όλα τα άλλα ήταν τυπικά. Σαν δύο ξένοι. Μια συμφωνία που είχε σαν όρους το σεξ και την τήρηση μυστικών. Των δικών της μυστικών, όταν κατά καιρούς την έπιανε αυτή η ανεξέλεγκτη μελαγχολία που οδηγούσε σε φρικτές σκέψεις αυτοκτονίας ή ακόμη και δολοφονίας. Δεν άντεχε της ζωή της έτσι όπως την είχε φτιάξει. Μόνο μαζί του ήταν λίγο περισσότερο αληθινή.

Άνοιξε την πόρτα του γυάλινου γραφείου της κι άφησε τα πράγματα της στον δερμάτινο καναπέ δίπλα στην πόρτα. Έκατσε στην πολυθρόνα της παραιτημένη και κάθε τόσο ερχόταν στο μυαλό της η εικόνα του, έτσι όπως τον είχε αφήσει πριν λίγο, ημίγυμνο και νωχελικό στο κρεβάτι με κλειστά μάτια κι ένα μειδίαμα αμυδρό, ανεξήγητο και καθησυχαστικό. “Μ' αγαπάει...”. Μια αδιάφορη σκέψη που πέρασε από το μυαλό της αλλά κοντοστάθηκε τόσο όσο το βλέμμα της να πέσει στην κορνίζα του συζύγου της. Λες και το σύμπαν εκείνη τη στιγμή της έδινε περιπαιχτικά έναν λόγο για να σιχαίνεται τη ζωή της.

Είχε πάρει τώρα το δρόμο της επιστροφής. Το σπίτι της ήταν αρκετά μακριά από τη δουλειά της. Η απόσταση για μια φορά της έδωσε το χρόνο να μιλήσει λίγο με τον εαυτό της. Αυτό δεν το έκανε πότε. Ένα κάψιμο στο στομάχι, ένα άδειο συναίσθημα κι η εικόνα του στο κρεβάτι. Αυτό το βλέμμα που την είχε ζεστάνει μέσα της έστω και για λίγα δεύτερα.

“Γιατί δεν τον χωρίζεις να τελειώνουμε;”

Θυμόταν τώρα εκείνο το σκηνικό στο εξοχικό της, που είχαν βρεθεί πριν κάνα δυο μήνες οι δυο τους. Μια έκτακτη συνάντηση. Εκείνη το είχε ζητήσει. Είχε μόλις μάθει ότι ο σύζυγος της είχε σχέσεις με τη γραμματέα του. Αρχικά προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. “Το ίδιο κάνουμε και οι δυο, γιατί να του ρίξω το φταίξιμο;” αλλά ήξερε ότι κάτι άλλο την έτρωγε περισσότερο. Αυτό το συναίσθημα αδικίας που την έκανε να κλαίει από τα νεύρα της, ότι αυτός ήταν ευχαριστημένος ενώ εκείνη όχι. Αυτός έκανε ό,τι ήθελε, είχε γυναίκα, σπίτι και δουλειά, τώρα είχε και ερωμένη που τον ικανοποιούσε πολύ περισσότερο από την ίδια. Κι ήταν καλά. Χαμογελούσε σαν ηλίθιος όταν ξεστόμιζε απερίσκεπτα τη μία δικαιολογία μετά την άλλη, μόνο και μόνο για να φανεί ανώτερος. “Το έκανα και δεν το κατάλαβε” σκεφτόταν αυτός. Όμως εκείνη το ήξερε, κι αυτό και πολλά άλλα. Δεν μίλησε ποτέ. Τα κράταγε όλα μέσα της, με το χάρτινο χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπο της, έδειχνε περήφανη για τον άνθρωπο που παντρεύτηκε. Και μέχρι ενός σημείου δεν την ένοιαζε. Το να δείχνει ερωτευμένη δεν μπορούσε, όσο κι αν το πίεζε. Αλλά αυτά δεν τα ήξερε κανείς. Μόνο ο κρυφός της εραστής.

“Έχεις επιλογές και τις πετάς!” της είχε πει εκείνος. Αν επέλεγε σωστά ίσως τώρα να ήταν αλλιώς. Τώρα το σκεφτόταν περισσότερο. Πάλι όμως αυτή της η σκέψη επισκιάστηκε στα δευτερόλεπτα.

“Όταν έχεις κάποιον που φοβάσαι δίπλα σου, ξέρεις ότι ποτέ δε θα τολμήσει να σου κάνει κακό” συνέχιζε να λέει στον εαυτό της. Τον είχε πείσει. 

Μπήκε στο σπίτι της αγανακτισμένη, αλλά δεν ήταν κανείς. Τράβηξε την τσάντα της από τον ώμο και άρχισε να ψάχνει το κινητό της. Του έστειλε μήνυμα.

“Θέλω να σε δω. Θα χωρίσω.”

Για μερικά δευτερόλεπτα μετάνιωσε για το μήνυμα. Μια βεβιασμένη απόφαση που θα μπορούσε να της κοστίσει πολλά. Η απάντηση του της διέλυσε κάθε αμφιβολία.

“Πάνε οι κωδικές λέξεις και τα νούμερα; Πες μου πότε!”

Χαμογέλασε. Τον φανταζόταν τώρα με αυτό το αφελές βλέμμα λες και ήταν μαθητής λυκείου που δεν καταλάβαινε την Άλγεβρα. Έτσι αντέδρασε και τότε που του είχε εξηγήσει τον κώδικα επικοινωνίας τους. 003 σήμαινε συνάντηση, 002 ήταν η ώρα και 005 ήταν το ξενοδοχείο. Οποιοσδήποτε αριθμός ή γράμμα μετά από αυτούς δήλωνε την ακριβή ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου και τον αριθμό του δωματίου. Τα είχε σκεφτεί όλα για να μη μάθει κανείς τον κρυφό εραστή της. Τώρα όμως δε χρειαζόταν να κρύβεται πια.

Μετά από δύο ποτήρια κρασί ήταν πλέον πιο ψύχραιμη. Θα περίμενε λίγο καιρό και θα έκανε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για το διαζύγιο. Έπειτα θα εξαφανιζόταν μαζί του κάπου στο εξωτερικό. Μια άλλη ζωή, αληθινή, χωρίς να υποκρίνεται κάποια άλλη πλέον.

Είχαν περάσει δύο μήνες από εκείνη τη νύχτα που πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με το σύζυγο της δε βρισκόταν σχεδόν ποτέ στο σπίτι. Η επικοινωνία τους είχε μειωθεί σημαντικά, σε λειψά τηλεφωνήματα πέντε δευτερολέπτων και περισσότερο σε μηνύματα που άφηνε ο ένας στην ιδιαιτέρα του άλλου.

“Πότε θα φύγουμε;” της είπε εκείνη τη μέρα λίγο πριν το πάρτι μασκέ της εταιρείας. Ξαπλωμένοι οι δυο τους στο κρεβάτι αγκαλιά, εκείνη ένιωθε το χτύπο της καρδιάς του πιο δυνατό. Ένιωθε ασφάλεια πια και πιο σίγουρη για την απόφαση που είχε πάρει.


“Τελευταία φορά θα παραστήσω αυτό που θέλουν όλοι να δουν. Έπειτα θα τελειώσει.”

Ντύθηκαν κι οι δυο και αντάλλαξαν ένα παθιασμένο φιλί λίγο πριν βγουν από το δωμάτιο. Εκείνος ίσιωσε τη γραβάτα του και εκείνη έβαλε τη μάσκα της, προσπαθώντας να μην χαλάσει τα μαλλιά της. Κατέβηκαν τις σκάλες με διαφορά μερικών λεπτών αλλά κανείς δε μπόρεσε να το προσέξει. 

Οι καλεσμένοι στην αίθουσα εκδηλώσεων του ξενοδοχείου ήταν διάσπαρτοι, επίσημα ντυμένοι φορώντας μάσκες και κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνια. Αναλώνονταν σε επαγγελματικές συζητήσεις σε κουτσομπολιά, χαμογελούσαν και χόρευαν.

Εκείνη πλησίασε ένα φιλικό ζευγάρι και άρχισε να χαμογελάει, όχι ψεύτικα πλέον. Έβλεπε το μέλλον της και χαιρόταν που σε λίγο όλη αυτή η επιφανειακή λάμψη θα σταματούσε να τη ζαλίζει και να την αποσπά από την αλήθεια της ψυχής της. Της ζωής που ήθελε να ακολουθήσει μαζί του.

Τον έψαξε για λίγο μέσα στο πλήθος αλλά δεν μπορούσε να βρει το πρόσωπο του. Τόσες μάσκες, άλλες πολύχρωμες άλλες ασπρόμαυρες, αλλά τα μάτια του δεν ήταν πουθενά. Η μπάντα που έπαιζε ζωντανά μουσική τελείωσε το τραγούδι της κι ο κόσμος άρχισε να χειροκροτεί. Εκείνη ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει στον αγκώνα της και γύρισε για να δει ποιος είναι. Η μάσκα του διαβόλου, σε κόκκινο και μαύρο χρώμα κάλυπτε την ταυτότητα του άντρα που είχε μπροστά της. Εκείνη χαμογέλασε αμήχανα κι εκείνος με μια κίνηση έβγαλε τη μάσκα του.

“Περνάς καλά;” της είπε απότομα ο σύζυγος της καθώς έριχνε κλεφτές ματιές τριγύρω και τραβώντας τη γυναίκα του λίγο πιο μακριά από το φιλικό τους ζευγάρι. Εκείνη πάγωσε το χαμόγελό της απογοητευμένη και τον ακολούθησε για να μην τραβήξει τα βλέμματα των παρευρισκομένων. “Με δημοσιογράφο πηδιόσουν;” της είπε με έναν τόνο ανωτερότητας αφήνοντας να εννοηθεί ότι εκείνος δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. “Μπορούσες να με απατήσεις με όποιον ήθελες αλλά αυτό είναι τραγικό ακόμη και για σένα! Σε είχα για πιο έξυπνη”. Άφησε το χέρι της αντανακλαστικά κι έφτιαξε τη γραβάτα του στερεώνοντας τη μάσκα κάτω από τη μασχάλη του.

“Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς” είπε χαμογελώντας.

“Αλήθεια; Κάποιος μου έστειλε ένα άκρως απειλητικό μήνυμα ότι θα εκθέσει εμένα και σένα γνωρίζοντας πληροφορίες που καλό θα ήταν να μη μαθευτούν. Λέει ότι είχε σχέση μαζί σου όλο αυτόν τον καιρό. Ο πιτσιρικάς που ανέβηκε μαζί σου στο δωμάτιο δεν ήταν;”

Προσπάθησε για λίγο να πιάσει την ανάσα της. Τα χέρια της είχαν παραλύσει και προσπάθησε να μη δείξει τίποτα βάζοντας τα στη μέση της. Έκανε να μιλήσει αλλά καμία λέξη δεν μπορούσε να εξηγήσει όσα της έλεγε ο σύζυγός της. Τίποτα δεν είχε νόημα. Είχε τελειώσει.

“Ευτυχώς τον βρήκαν οι άνθρωποι μου και τον έβγαλαν από 'δω μέσα! Πες μου, πόσο ηλίθια μπορεί να είσαι και να μας έθεσες σε τέτοιο κίνδυνο;”

“Δεν ήταν αυτός!” προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. Αλλά χωρίς επιτυχία.

“Σε έδωσε. Ήσουν απρόσεχτη, αφηρημένη. Καμία σχέση με τη γυναίκα που παντρεύτηκα.”

Ο σύζυγος της απομακρύνθηκε γελώντας για να χαιρετήσει κάποιους από τους γνωστούς του. Εκείνη χλωμή και μπερδεμένη στεκόταν στη μέση της σάλας προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Το φουστάνι της στενό, τα μαλλιά της την ενοχλούσαν, ο κόσμος γύρω της την κοιτούσε με απέχθεια, κοροϊδευτικά, γελούσε μαζί της. Τα χέρια της έτρεμαν από ντροπή... από οργή... δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένιωθε μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Είτε όντως την εξαπάτησε είτε ήταν μια τυχαία παρεξήγηση. Και πάλι, δεν ήξερε τι ήταν καλύτερο. Ο κρυφός της εραστής, ο άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για αυτήν κι όμως κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του, την είχε προδώσει.

Η μπάντα τώρα έπαιζε το τραγούδι που σαν ειρωνεία τη χτυπούσε στο κεφάλι με μανία, για το λάθος της, την απροσεξία και την επιπολαιότητα της. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν μέχρι που σχημάτισαν ένα χαμόγελο. Όχι χάρτινο. Ειρωνικό. Σαν το τραγούδι που ηχούσε τώρα σαν τιμωρία στα αυτιά της.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου